Αν ο χρόνος δεν φτάσει ποτέ
πού θα ‘χουν πάει οι άδειες μέρες;
Κάθε φορά μια ερώτηση
Περιμένει να τη σώσουν
Περιμένει να της πουν
καλά τα λες
Κι εγώ
θέλω ασπρίζοντας να γίνω απάντηση.
Να γίνω χέρι
που να ξέρει να απλωθεί.
Όμως
δεν μου το έδωσα
ποτέ ούτε κι εμένα
Κι όπως φοβάμαι μη βγάλω νύχια
τα τρώω πάντα
ίσως γι’ αυτό πονάνε τα δάχτυλά μου
και δεν μπορώ να με γράψω.
Κι ούτε μπορώ να σου γράψω
Αγαμήσου. Κουράγιο. Δεν έχω ιδέα. Θέλω. Ούτε καν.
Θάλεια Τ.