Στο κρεβάτι όταν πέφτω
βλέπω όνειρα τρελά,
ποταμάκια και βρυσούλες,
καταρράκτες και βουνά,
χρυσά ψάρια να ρεμβάζουν
σε κοράλλια ανοιχτά,
γοργονίτσες να ξαπλώνουν
σ’ ολογάλανα νερά.
Μα σαν ξυπνάω το πρωί
μες στα σκεπάσματά μου,
γενειάδα γκρι και αυστηρή
διαβάζει τα γραφτά μου,
μια πίπα κοκκινοκαφέ
πετάει στο ταβάνι,
στη θέση εμπρός του καναπέ
βρίσκεται ένα ντιβάνι.
-Ποτάμια είν’ οι πόθοι σου, αρχίζουν να λιμνάζουν.
-Βρυσούλες οι προγόνοι σου και μέσα σου ουρλιάζουν.
-Του καταρράκτη η ορμή είν’ η παρόρμησή σου.
-Γοργόνα είν’ η μάνα σου, βουνό ειν’ η ζωή σου.
Ώπα, κάτσε ρε μεγάλε, που τα ξέρεις όλα αυτά; Σ’ έχω δει, κάπου σε ξέρω, το μυαλό δεν με γελά. Δεν μου είπες όμως μάγκα, για τα ψάρια τα χρυσά, τ’ ανοιχτά μου τα κοράλλια, τι σημαίνουνε αυτά;
-Τα ψάρια είναι δυστυχώς
-χωρίς αμφιβολία-
ο εθισμός σου στο χασίς
και τη μαλακία.
Όσο για τα κοράλλια, που κάλλη εντός τους κρύβουν,
αιδοία είν’ ορθάνοιχτα
που μέσα τους σε πνίγουν.
Κέας