Άσπρα καζάνια στέκουνε ακίνητα για χρόνια
κοχλάζουνε και γέρνουνε στο μέρος του διαβάτη
Κι όποιος ποτέ του ψήθηκε στης θάλασσας το αλάτι
καμιά δε θα βρει διέξοδο
κανένα μονοπάτι
να έπιανε τους κόρακες και ν’ άφηνε αηδόνια
Θεριά πλωτά που ρίχτηκαν στα πιο στενά ταξίδια
με εμμονική κατάνυξη πηγαίνουν και γυρνάνε
τα μίλια ονειρεύονται μα τις οργιές μετράνε
Κι αυτοί που δεν τολμήσανε
να πάνε όπου αγαπάνε
κοιτάζουν τις σχεδίες τους και βλέπουνε στολίδια
Μάνα, πέρα απ’ το σπίτι μας, για πες μου τι φυτρώνει
Πατέρα, βρήκες άλλοθι για τον παλιό σου τόπο;
Αδέρφια μου, δε ζήσατε στιγμή χωρίς τον κόπο
Μια μέρα θα ξεβράσουνε
παιδιά τ’ άσπρα καζάνια
να σφάξουνε τους κόρακες, ν’ ακούσουμε τ’ αηδόνι