Το μπαλκόνι μου έχουν χέσει περιστέρια.
Κουτσουλιές εκατοντάδες στο πλακάκι.
Και γω ντρέπομαι να βγω,
κατεβάζω τα παντζούρια,
μην οι γείτονες με δουν,
τα πικρά τα σχόλιά τους,
οι λοξές τους οι ματιές,
όλο επίκριση και ψόγο,
και γω ντρέπομαι να βγω
έξω, να το καθαρίσω,
το καημένο μου μπαλκόνι,
που ‘χει πήξει στο σκατό,
μην οι γείτονες με δουν,
θα ντρεπόμουν δίχως άλλο,
τη γριά την από δίπλα
που όλη μέρα στο μπαλκόνι
εποπτεύει και καπνίζει
και πουλάει χαιρετούρες
κοπλιμέντα το πρωί,
και το βράδυ λοβιτούρες,
θα ντρεπόμουν δίχως άλλο,
τον παππού απέναντί μου
που κρεμάει τη σημαία
το πρωί, και το βράδυ
απ’ την Ομόνοια
με δεκάρικο ψωνίζει
Αφγανό βιοπαλαιστή,
θα ντρεπόμουν δίχως άλλο,
τη μητέρα που όλη μέρα
το παιδί της κανακεύει
και το βράδυ στο φαΐ,
θρυμματίζει μισό Zanax,
ήρεμο να κοιμηθεί,
δίχως άλλο θα ντρεπόμουν,
το ζευγάρι από κάτω
κάθε Κυριακή πρωί,
αγκαζέ στην εκκλησία
και το βράδυ Παναγίες
–που ‘σουνα πάλι μωρή;–
θα ντρεπόμουν δίχως άλλο,
τα αδέλφια που σηκώνονται
στις πέντε το πρωί,
βλασφημούνε και τραβάνε
κατά την οικοδομή,
για ένα ψίχουλο ψωμί,
τι με νοιάζει κι αν το βράδυ
στρίμωξαν μία μικρή,
μάλλον τα ‘θελε κι αυτή.
Πω, πω, αν έβγαινα για λίγο στο μπαλκόνι
και με βλέπαν, θα ντρεπόμουνα πολύ.
Κέας