Τα μάτια της εδάκρυσαν,
πνιχτά αναφιλητά
ξεχύθηκαν. Αυτοστιγμεί
τα στήθη της μαρμάρωσαν
– τι είναι η ζωή ;- .
Παραμιλά
και λέει και ξαναλέει.
” Θεέ, θεών φονιά,
εστέρεψαν τα δάκρυα,
πια άλλο η καρδιά δεν κλαίει,
στης τρέλας τα παλάτια,
μόνο θυμάται και γελά”.
Ήταν ο γιος της ο μικρός,
το νυχτολούλουδό της
– της είχε πει πως θα ‘φευγε –
μα φθάνει σήμερα νεκρός
– της είπε δεν θα γύρναγε –
ξανά στο πατρικό της.
Φωκάς .