Σε άβαθα νερά
επικαλούμαι έναν αναπνευστήρα
και φυάλες οξυγόνου.
Σε άβαθα μαύρα νερά.
Μονάχα οι φτέρνες μου
βράχηκαν πάλι
Τι τρομερό · κι αυτό θα περάσει.
Απ’την πολλή προετοιμασία
στάθηκα στο τέλος
εν κενώ
μη ξέροντας μήτε να πλατσουρίζω
μήτε να κολυμπώ.
Αλλά και τι πειράζει;
όλα θα βραχούνε εν καιρώ
Σκέφτομαι
πως θα’ θελα να’ χα ένα παιδί
(όπως κάποτε ζητούσα ένα ποτήρι νερό)
μόνο που
δεν ξέρω πια να μιλήσω μήτε να συλλογιστώ*.
*Γιώργος Σεφέρης, Επιφάνια 1937
μπιζέλι