“Ο οχευτής των ονείρων, η ψυχή τ’ ανθρώπου…”
⊗
Τον είχε μόνο να τον βρίζει και να επαίρεται, πως άντρας -σαν αυτόν- ποτέ δε θα γινόταν. Δεν είχε ιδέα, λέει, απ’ της γυναίκας τον εγκέφαλο, μεστά δεν έπιαναν τα χέρια του, πως όλοι, έτσι ν’ άβγαλτο και μοσχαναθρεμένο, θα τον επαίρνανε για βλάκα.
¤
Όλο κατίμαυρος, λερός, εγύριζε στο σπίτι επί τροχάδην. Στο δρόμο του χαμόσπιτα, τρώγλες σοβατισμένες, κορίτσια και αγόρια που παίζανε ξυπόλητα, το πρώτο φως του ήλιου, στα ερείπια και στα μπάζα, κρυφά πετούσαν χάμω, βρακιά και παντελόνια, και με κομμένη την ανάσα, χωρίς να βγάλουν λέξη, ανάξαιναν θεό κι ανάσταιναν τον διάολο· μα πού καιρός για τέτοια…
∴
Όταν στο μεσημεριανό (η σούπα άχνιζε κι ίδρωναν τα γυαλιά του) καθότανε τραπέζι, σκέψεις χιλιάδες έκανε, να ‘χε ξεφύγει της μάνας ψαροκόκαλο, να τρύπαγε του άκαρδου πατέρα τα λαρύγγια ή απ΄ τη λαιμαργία, η γλώσσα του να γύριζε. Ύστερα αρρώστησε ο μικρός απ’ τις κακές τις σκέψεις κι απ’ όλο τ’ ανεκτόνωτο.
∇
Μαλάκωσε ο τραχύς, ο άκαμπτος πατέρας, πλάι στο νεκροκρέβατο, πρώτη φορά, χρόνια δεκαεπτά, τον έπιασε απ΄ το χέρι. – Συγχώρα με. Σκολειό δεν πήγα, για να μου δείξουν γράμματα. Το “Α” της Αγάπης, το “Σ” της Συγχώρεσης. Συγχώρα με- συγχωρεμένος να σαι.-
∞
Τον φίλησε στο στόμα
σαν εραστής,
και τον αποχαιρέτησε.
Φωκάς