Ήταν Κυριακή βράδυ, κι εκείνη έκρυψε το πρόσωπό της μες στις δυό της παλάμες, και τα μαλλιά της χύθηκαν σαν καταρράκτης μπροστά από το μικροσκοπικό της σώμα. Σε αυτή τη θέση δεν μπορούσε να ακούσει τίποτε άλλο πέρα από τον παλμό της καρδιάς της κι ένα υψίσυχνο βουητό, όμως αν δεν ήσουν αυτή, και ήσουν απλώς πελάτης, θα την έβλεπες απλά να στέκεται στη μέση του μπαρ και να την σκουντάνε όλοι. Μεθυσμένα ζευγάρια, άντρες στα πενήντα πλας που λίγο πριν μπορεί καταλάθος να της είχαν χουφτώσει τον κώλο – μεθυσμένοι κι αυτοί προφανώς, οι άλλες σερβιτόρες, ο αλλοδαπός που πουλούσε τριαντάφυλλα… Τη σκουντούσε η νύχτα.
Η “Απέραντη νύχτα”, με τους πρωταγωνιστές και τους κομπάρσους της (μια ταινία κατάλληλη για όλη την οικογένεια). Ο πράσινος ρόμβος αναδύεται από το υποσυνείδητό και προκαλεί το κενό μεταξύ του συρμού και της αποβάθρας, αν υποθέσουμε οτι η ζωή μας κυλά σαν τρενάκι. Θυμάται τον πατέρα της να κάθεται στην αναπαυτική του πολυθρόνα, στο θρόνο του, και να αλλάζει υπομονετικά κανάλια στην τηλεόραση ψάχνοντας να βρει μια ταινία με αυτόν τον πράσινο ρόμβο (τον λευκό ρόμβο στο πράσινο μπακγκράουντ δηλαδή, αλλά κοίτα να δεις, που όλοι τον θυμόμαστε σαν τον πράσινο ρόμβο), να της την προσφέρει αυτό το Κυριακάτικο απόγευμα, όπως και όλα σχεδόν τα Κυριακάτικα απογεύματα για να είμαστε ειλικρινείς. Η μυρωδιά από το παστίτσιο έχει ρουφήξει όλο το σπίτι και το κλιν κλιν από τα πιάτα που βγαίνουν από τα ντουλάπια για να στρώσουν το τραπέζι, είναι ο πιο δικός της ήχος. Μωρέ ήταν μικρή, κι αυτό σημαίνει πως τότε είχε δικαιολογίες, τώρα όμως όχι, το κλιν κλιν έχει γίνει ανάμνηση πια, και δεν θα έπρεπε να είναι ακόμη ο πιο δικός της ήχος γιατί τώρα δεν είναι μικρή πια, και όπως όλοι αντιλαμβανόμαστε, γιατί το μάθαμε με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, οι δικαιολογίες δεν αρκούν σε κανέναν.
Ο μπάρμαν όμως πρέπει να σερβίρει δύο ποτήρια λευκό κρασί, και γι’αυτό τεντώνεται και πιάνει δύο ποτήρια που εκκρεμούν πάνω από τα κεφάλια τους ( σε αυτή την πατέντα που είναι λίγο εικαστική, λίγο πρακτική), τσουγκρίζοντάς τα και ωπ! Την ξύπνησε.
Τίναξε απότομα το κεφάλι της, βγάζοντας το κρυμμένο πρόσωπο από τις παλάμες, σαν να προσπάθησε να ανασάνει όλο το οξυγόνο που υπήρχε στο χώρο, και τα μαλλιά της διέγραψαν μια φαντασμαγορική πορεία προς τα πίσω, όπως διαγράφει και το μυαλό της τόσο συχνά πια, λες και όλες οι Κυριακές έχουν αυτή την γαμημένη στάμπα του πράσινου ρόμβου, αλλά εκείνη τους ξεγέλασε όλους και προβάλει ταινίες με ακατάλληλο περιεχόμενο.
Περίεργο είναι… Γιατί τους ξεγέλασε όλους, αλλά πιο πολύ τον εαυτό της. Άλλα νόμιζε, και άλλα ήρθαν τελικά, και για όλα έχει την ευθύνη γιατί δεν είναι κοριτσάκι πια να την ανακουφίζει η μυρωδιά του τσιγαρισμένου κιμά και της μπεσαμέλ, ισχύει και το ξέρει, όμως άλλα νόμιζε κι άλλα ήρθαν, και κάπου μπερδεύτηκε, όπως μπερδεύονται όλοι όσοι σκουντιούνται από τη νύχτα, τη μέρα, ή τα χρόνια.
Για μια στιγμή σκέφτηκε να μαζέψει τα τσιγάρα της, το σακίδιο, και το παλτό της, να πιει μια τελευταία γουλιά από την κοκα κόλα της, να βγάλει την ποδιά, και ακουμπώντας την στην μπάρα να πει “Νίκο, φεύγω. Ήρθε ο μπαμπας μου να με πάρει”.
Αλλά δεν το έκανε.
Πρώτον, γιατί πολύ απλά, ο μπαμπάς της δεν είχε έρθει.
Αλλά δεύτερον και κυριότερο, ο Νίκος είχε ετοιμάσει ήδη την παραγγελία με τα δύο κρασιά, τα νερά και τους ξηρούς καρπούς και έπρεπε να την πάει στις δύο κοπέλες που καθόντουσαν λίγο πιο δίπλα συζητώντας περιχαρείς για την ταινία που μόλις είχαν δει στο σινεμά.
Μια ταινία με απαραίτητη την ατομική συναίνεση.
Μ.