Συμφωνα και φωνηεντα αναμαζωχθησαν
τοσοι διφθογγοι που με πιανει οργη.
Οι περισσοτεροι δεν εχουν, η ομυγηρης δεν γνωριζει
και ‘γω
αφριζω από τη λυσσα μου.
Ταρασσει τα νερα,
μια αρχεγονη κραυγη.
Απο τις ακριες των ακριω και από τις ριζες τω ριζω –
με προσταζει σαν αφεντρα.
Τι να σκοτωσω… Τι να διασωσω…( αν το μπορω)
Γνωριζω μητερα, πως
αν μου επιτρεποταν παλι μια αλφαβητο
απ’το μηδεν να σχεδιασω
ολα θα’ταν αλλιως.
Oμως αυτο το Ψι,
σαν τρυαινα ξετρυπα τα σωθικα μου,
ξεχυνουντε φαρμακια στο μυαλο.
Και θελω να φυγω…
– Ομως απο που;
Χ.