i)
Κάποτε έγραψα
για μια κοπέλα
ένα ποίημα
για μια βραδιά
κάτω απ τη βροχή
κάτω απ την ομπρέλα
γλυκιά κοπέλα
κάποια βραδιά
ποίημα οι γλουτοί και τα χείλη της
Κάποτε έγραψα για μια βροχή
μία ομπρέλα
δίπλα στη κοπέλα
κάτω από τα χείλη της
κάποια βραδιά
ποίημα οι λαγόνες και οι μηροί της
ποίημα η ομπρέλα και τα χείλη της
γλυκιά βροχή
κοχύλι η μέση της
Κάποτε έγραψα για δύο χείλη
ένα κοχύλι
για μια βραδιά
ένα ποίημα
κάτω απ τους λαγόνες
ανάμεσα στα χείλη της
χωρίς ομπρέλα
βροχή – κοπέλα
υγρά τα χείλη της
Κάποτε έγραψα
για μια βραδιά
μες στη βροχή
ένα ποίημα
για μια κοπέλα
γλυκιά ομπρέλα
βροχή τα χείλη της
ποίημα η μέση της
ζωή οι γλουτοί της
Κάποτε έγραψα
για ένα κοχύλι
κάτω απ τη μέση της
πάνω απ τους μηρούς της
γλυκό ποίημα
για μια κοπέλα
ζωή οι λαγόνες της
για μια βραδιά
εγώ η ομπρέλα της
Κάποτε έγραψα
για μια ζωή
κάτω απ την ομπρέλα
γλυκιά βραδιά
ένα ποίημα
για τα χείλη της
τους μηρούς του γλουτούς
τους λαγόνες την μέση της
ζωή το στήθος της
Το` χασα όμως το ποίημα
μα η κοπέλα
μέσα απ` το κοχύλι της
φώναζε
“Σκίσε τα χείλη μου
σκίσε το ποίημα
βρέξε στο στήθος μου
πέτα την ομπρέλα
για μια βραδιά
για μια ζωή “
ii)
Άκουσα τον παλμό ανάμεσα στα στήθη της, την ευωδία που ραίνει το χαμόγελό της. Νόμισα για μια στιγμή πως το ανεκπλήρωτο την ομορφαίνει· μα λέξεις δεν βρέθηκαν να περιγράψουν την ομορφιά της.
Δε την φοβούμαι αυτή την ομορφιά, είναι αγνή σαν γη λάγνα, οχιά με δέρμα βρέφους, μια αρχέγονη θεά με τρία κεφάλια. Είναι το ροζ πέπλο που κάλυψε τον ανθό της, το στόμα της που χαϊδεύει ήχους, το σχήμα της λεκάνης της που ανθίζει πάνω η μέρα. Είναι το ♀ , η μητέρα, η αγία, η πόρνη, η υποταγή στο θείο.
Η θάλασσά της είναι μελαψή σαν το δέρμα της, οι εκφράσεις του προσώπου της όμοιες γάτας, η αύρα της, πάχνη από πυκνή άμμο – ερωτική- η συντροφιά των γρύλων μια δροσερή βραδιά τ’ Αυγούστου. Οι κινήσεις της είναι λεπτές αρμονίες ενός ξεκούρδιστου, ξύλινου οργάνου. Τα βλέφαρά της ανοίγουν – κλείνουν σαν κουρτίνες, αποδεσμεύοντας το φως των ματιών της. Τα μάτια της είναι τα μάτια της. Η χορδή που τέμνει την ανυπαρξία, η παύση της ορχήστρας, η ηδονή ακατέργαστη.
Ο οργασμός της είναι νερό που κοχλάζει. Τα δάχτυλα των ποδιών της είναι μια υπερβατική άβυσσος, η όψιμη αγανάκτηση των μελισσών, η ξεγνοιασιά του τυχοδιώκτη τζίτζικα. Οι φλούδες των χεριών της είναι ο φλοιός της γης, το είμαι και το υπάρχω, ο θεός που πέθανε κι ύστερα αναστήθηκε. Οι γάμπες της είναι ψυχές που άνθισαν δέρμα. Οι αστράγαλοί της δυο ήλιοι στρογγυλοί που φωτίζουν την νύκτα. Το σώμα της αναδύθηκε απ’ τα νερά της Μεσογείου, εκεί που ένα πουλί πριν χρόνια πνίγηκε, θυσία στη θεά Αφροδίτη.
Το μουνί της δεν είναι αιδοίο, η αιδώς πνίγεται στους ωκεανούς του βάθους του. Η κλειτορίδα της είναι το βουνό και η κρυμμένη βάθρα, ευθυτενής σκοπός, ένα ευαίσθητο εκκλησιαστικό όργανο. Η μάζα της είναι το νέκταρ των θνητών, το στέαρ της αγρανάπαυσης. Η κοιλιά της είναι μια έξαψη κρουστή, η τελευταία πράξη του Μπρεχτ, ο αφαλός της, κρατήρας ηφαιστείου.
Ο κώλος της είναι ο Άγιος τόπος μου, η Μέκκα και ο Γολγοθάς. Τα δύο ημισφαίρια του είναι το ανεξερεύνητο αχανές σύμπαν, οι συμπαγείς πόλοι της υδρογείου, κομμάτι από σάρκα και αίμα που καταπίνει τα όνειρά μου. Τα λακκάκια πάνω απ΄τον κώλο της είναι η ακτή που σαν μπαίνεις στα νερά της, απ’ τα ρηχά, βουλιάζεις κατ ’ευθείαν στα βαθιά. Το χρώμα της φωνή της είναι ουράνιο τόξο που δεν χρειάζεται βροχή για να βγει. Οι τόνοι στις λέξεις που χρησιμοποιεί είναι βέλη που τρυπάνε την αχλή των καυσαερίων στην μεγαλούπολη, για να μπορούν οι άνθρωποι ν΄ ανασάνουν. Τα ρουθούνια της είναι τρύπες φλογέρας
Οι ώμοι της κουρδίζουν το διαλείπον εκκρεμές των παλμών μου, το χαμόγελα της γυρνάει την κλεψύδρα, μετρώντας αντίστροφα από τον χειμώνα στην άνοιξη. Ο ύπνος της είναι η νηνεμία στο τρίγωνο των Βερμούδων.
Οι ελιές στην πλάτη της είναι η ενόραση της γης, πριν δισεκατομμύρια χρόνια, ότι θα υπάρξει γυναίκα. Η ανάσα της είναι η τραμουντάνα των θαλασσοδαρμένων πόθων μου, ένα τρικάταρτο καράβι που σχίζει τον ουρανό.
Ο ιδρώτας της σου αφήνει την επίγευση μαύρης σοκολάτας με πορτοκάλι, τα δάκρυά της είναι τα υπολείποντα εβδομήντα αργύρια που δεν εισέπραξε ο Ιούδας, τα χύσια της είναι σιρόπι Αγαύης. Το σημάδι στο μπράτσο της είναι μια γιομάτη, ολόφωτη πανσέληνος, τα φρύδια της είναι δεντροστοιχία βιολιών τσιγγάνικων.
Τελικά είναι μισή Εσμεράλδα – μισή ιππόκαμπη,
μισή πεταλούδα – μισή κεντρί,
τα στήθη της είναι δύο αμμόλοφοι, οι θηλές της είναι το ηλιοτρόπιο που σμίγει με τα μαύρα μου φεγγάρια. Το μαύρο των ματιών της είναι το άσπρο της φαντασίας μου, τα κόκκινα της χείλη, το αίμα που ραίνει τα όνειρά μου.
Φωκάς .