Με ηλεχροφόρα σύρματα
εχώρισα τον ουρανό σε αμέτρητα τετράγωνα.
Σε κάθε τετράγωνο έδωσα κ’ από ένα όνομα.
Το ένα ήταν Το Σύννεφο
το άλλο ήταν Ο Αέρας
εκείνο λεγόταν Το Άσπρο.
Ύστερα κρυμμένος πίσω από κρέατα
κρυφοκοίταξα μέσα ‘πο μια χαραμάδα ένα κόσμο λογικό.
Μα! Ουρανέ μου.
Με τόσα ονόματα και βλαστήμιες να σε σκεπάζουν
εκρύφτηκες και δε μπορώ να σε δω
πάει καιρός που δε φάνηκε ο ήλιος
κι ο νους μου πνίχτηκε από σκοτάδι πηχτό.
Και η Βία!
Ά η Βία!
Ίσως αν το μπορούσα
-έστω κ’ έτσι-
τα επινοήματα να θρυμματίσω
να ξανακερδίζονταν ο ήλιος.
Όμως μάταια.
Τα δίχτυα που σου έριξα είναι αγέρινα,
με μάγια μοιάζουν που κυριεύουν το μυαλό.
χ.