Διέσχισα με την αφή, τη γεύση,
τ’ αχνά αποτυπώματα του ήλιου, μέσα απ’ τα στόρια του κλεισμένου παραθύρου,
Καλοκαίρι · απόγευμα ,
πρόφτασα μόνο μία λέξη .
Όργωσα με τις δύνες των δαχτύλων μου,
σάρκα,
γεύτηκα του χυμούς της γης .
Άκουσα να πλάθεται το χώμα
το τραγούδι του πρώτου Ιχθύα .
Κραυγές ζώων άκουσα
τοτέμ να σιγομουρμουρίζουνε τα μυστικά τους .
Είδα, είδα, και τι δεν είδα !
Τίποτε όμως δεν κατάλαβα – τίποτα δεν θυμάμαι .
Μόνο το είδωλό μου στον καθρέφτη
ίδιο και απαράλλακτο.
Στράφηκα ολότελα στο χάος …
Φώναξα τις σκιές, γύρω απ’ το ξύλινο τραπέζι, στη μέση ενός άδειου δωματίου .
Στεκόμασταν για ώρες.
Μόνον εγώ μιλούσα ·
εκείνες φώναζαν ή σιωπούσαν .
Φωκάς .