Τα λιμανάκια των νησιών με μελαγχολούν.
Ιδίως τις ώρες που ο ήλιος δύει, όταν πορτοκαλαίνει κάθε λευκή επιφάνεια
κάθε γαλάζιο πατζούρι
κάθε γιατί.
Ή κάθε γατί.
Κάθε γατί, που το κοιτάζω να περπατά με μιαν ανάλαφρη ετοιμότητα ανάμεσα στις ψαροκασέλες, τα παρκαρισμένα αμάξια και τα τελειωμένα κυπελλάκια παγωτών.
Ελαφρύ σαν άυλο, σαν άκεφο
Το κοιτάω και λέω τυχαία βρέθηκε σ’αυτό το λιμανάκι. Κι όμως ανήκει εδώ πιο πολύ από ‘μένα.
Πιο πολύ από ‘μας, που τρεις μήνες τώρα
ψάχναμε εισιτήρια και άδειες
δωμάτια ενοικίασης πάνω από τον Πλατύ Γυαλό -ρε, θα πίνουμε και τα ουζάκια μας εκεί
κάνα βράδυ που θα βαριόμαστε να ερωτευτούμε.
Γιατί, τι είναι οι διακοπές; Μια πρόβα κούρασης.
Σου έλεγα όμως για το λιμανάκι και το γατί
που πολύ με μελαγχολούν.
Τόσο που δεν χρειάζεται να βρίσκομαι εκεί·
αρκεί ένα καρτ ποστάλ, μια φωτογραφία
ή τέλοσπάντων μια αφίσα στο μετρό με προσφορές καλοκαιρινών εξορμήσεων.
Τόσο με μελαγχολούν
Τόσο που δεν χρειάζομαι
ούτε εσένα πια
μα ούτε κι εμένα, να ονειρεύομαι πώς θα’ ταν η ζωή μας
μακρυά από τον πλατύ γυαλό
μακρυά, στην πόλη.
μπιζέλι