Θα μπορούσε να πει κανείς
πως το να περπατάς τα βροχερά Κυριακάτικα πρωινά στο Μοναστηράκι, μοιάζει περισσότερο με άσκηση μνήμης παρά με ο,τιδήποτε άλλο.
Δες πώς αστράφτει στα νερά του δρόμου το εφηβικό μας περπάτημα.
Ή πώς τα χέρια ξέρουν ξαφνικά τι να κρατήσουν, από πού να πιαστούν και τι ν’ αφήσουν.
Τα χέρια
Τα χέρια σου
Θυμήθηκα κι άλλα, όπως κι εσύ.
Κι άλλες πρώτες φορές.
Όλες οι πρώτες φορές έγιναν μία κι ήταν εκεί, μέσα μου, για λίγο.
Κι ο δρόμος συνεχίζει να τραβά προς τα πίσω, τρένο, λεωφορείο, θάλασσα, λιμάνι… Ήταν ωραία που μεγαλώσαμε κοντά στη θάλασσα, δεν νομίζεις;
– Είναι κι ο θάνατος βέβαια, θα μου πεις.
– Ευτυχώς, θα σου απαντήσει κάτι.
Εγώ θα παραμείνω σιωπηλή.
Ωστόσο ο χρόνος έλιωνε πάλι μέσα μου
όπως το βούτυρο σ’ ένα ταψί πυρακτωμένο
ή όπως το κασέρι της πρωινής τυρόπιτας που – τι μ’ έπιασε και τη λαχτάρησα τόσο, κανείς δεν ξέρει.
Κανείς. Κανείς.
Συμφωνήσαμε παρόλαυτά πως το σώμα κάτι ξέρει.
Και πως το να τα πούμε όλα ή έστω κάτι
ή έστω τίποτα
ή έστω να επιλέξουμε, βρε παιδί μου, ναι, να επιλέξουμε!
Να επιλέξουμε μια φαντασία ειλικρινή αντί για την υπερβολή
(αφού μεγαλώσαμε πια, μέχρι και τη μουσική απορώ ώρες ώρες πώς καταφέρνω και την ακούω ακόμη)
θα σήμαινε λες άραγε πως είμεθα δειλοί;
Αλλά δειλοί μη γίνουμε μωρέ, δεν το σηκώνει κι η καταγωγή μας άλλωστε.
Όχι δειλοί.
Καλλιά ψεύτες.
μπιζέλι
Η φωτογραφία της μίας και μοναδικής Αφροδίτης τραβηγμένη στο Πέραμα. Στο μέρος που μεγάλωσα.