Τόσα μεγάλα πεύκα
στολισμένα με μπάλες από κάμπιες,
σε κάθε κλωνάρι, να πίνουν
το ρητινώδες αίμα τους.
Τόσα μικρά γράμματα,
να λιώνουν πάνω στις μαύρες πέτρες,
λες από τον ίδιο εκείνο πυρετό
που σκότωσε τον Μύλλερο.
Τόση πολλή ανοησία
της ανθρωπότητας συναγμένη
– ας έφταναν τα selfie sticks ψηλά
όσο η Στήλη των Όφεων.
Μα ο ήλιος του χειμώνα
πελεκούσε πάνω στα πρόσωπα μας
μια καινούργια μάσκα χρυσή,
μας έκλεινε τα μάτια
και τέντωνε τα χείλη μας
για να χαμογελάσουν,
σε ένα μειδίαμα βουβό και νέο,
δίχως αίνιγμα,
δίχως μυστήριο,
δίχως χρησμό κανέναν.
γ.π.
* Μύλλερος: εξελληνισμένη εκδοχή του Müller, του ονόματος του Γερμανού φιλολόγου που πέθανε από πυρετό, εξαιτίας υπερκόπωσης, στην προσπάθεια να διαβάσει τις επιγραφές των Δελφών.