Η βροχή ήρθε τη νύχτα·
μπήκε στο σπίτι
ραγίζοντας τους τοίχους,
ύπουλα και σιγανά,
πότισε τον ύπνο
και εγκαινίασε τη μέρα,
πριν ακόμα να χαράξει.
Σιγανή και ανεξάντλητη,
η βροχή έπεσε σαν αγιασμός
στην άσφαλτο των δρόμων.
Το λεωφορείο γλίστρησε πάνω της
με τα παράθυρά του θολωμένα
από υγρασία και ανάσες
— μια κινούμενη θερμοκοιτίδα
για απρόθυμους επιβάτες.
Το λεωφορείο έτριζε και έσταζε,
στάλες βροχής έπεφταν εδώ και κει,
κάθε τόσο κάποιος σηκωνόταν
για να αλλάξει θέση,
σε μια χορογραφία ατονική,
κάθε τόσο κάποιος κοιτούσε ψηλά
και έλεγε «στάζει»,
σε μια χορωδία σε άνοια.
Εν τω μεταξύ στα παράθυρα
δούλευε ένα χυτήριο χρωμάτων:
φώτα, φλας και φανάρια
έλιωναν σε αργές, ρευστές κηλίδες,
κίτρινες, κόκκινες και πράσινες,
που μεταμορφώνονταν, έσβηναν
και αναγεννιούνταν ασταμάτητα,
συνθέτοντας οράματα υπνωτικά
— τροφή για κοιμισμένα βλέμματα.
Έπειτα, σαν χάραξε το πρώτο φως,
η βροχή άρχισε να φθίνει
και η πόλη την τίναξε από πάνω της
όπως ο βρεγμένος σκύλος το νερό
— βιαστικά και άτσαλα.
Όλα έπρεπε να πάρουν γρήγορα
την καθημερινή τους τάξη,
δίχως ψευδαισθήσεις και οράματα,
όλοι έπρεπε επιτέλους να ξυπνήσουν.
*γ.π.