στον Νίκο
Καταλαβαίνω, γλυκιέ μου. Είναι πολλά τα ανοιχτά μέτωπα.
Τα βράδια όμως, αναρωτιέμαι, τι να σκεφτόταν ο Ρίλκε, όταν μας φόρτωνε τη δύσκολη μοίρα, ΠΑΡΑΠΟΜΠΗ: Γράμματα σ’ ένα νέο ποιητή, εκδ. Ίκαρος, μετάφραση Μάριου Πλωρίτη, δέκατη τρίτη έκδοση, σελ. 44-45. Κι επιστρέφω: Του πέρασε άραγε από το μυαλό ποτέ πως
σκλάβοι χτίσαν τις πυραμίδες
δούλοι τα παλάτια
και τους θεόρατους ουρανοξύστες της Νέας Υόρκης, εργάτες;
Ποιος κόπος, μάτια μου; Κλείνω τα μάτια μου κι εκατομμύρια αστέρια αρχίζουν να τρεμοπαίζουν σε αυτό το πυκνό γεμάτο σκοτάδι φάσμα που απλώνεται μπροστά μου στην αρχή δειλά δειλά μετά πιο γρήγορα πιο δυνατά με πιο έντονο φως, σε μια ιλιγγιώδη ταχύτητα τώρα, αναβοσβήνουν και είναι λες και τρέχουν σε αγώνα δρόμου, με τραβάνε μαζί τους έχω φύγει από τον καναπέ μου τώρα, από το σπίτι, είμαι πάνω -όχι, είμαι μέσα!- είμαι μέσα σε ένα αστέρι και τρεμοπαίζω στο σύμπαν.
Όταν θα ανοίξω τα μάτια μου, θα με νικήσει η ενοχή για ό,τι υπήρξα και για ό,τι θα γίνω από’ δω και πέρα.
Ποια αφοσίωση; Κλείνω τα μάτια μου και εμφανίζεται η μάνα μου να με κρατάει από το χέρι, όσο εγώ χτίζω αμμουδένια πυργάκια με το κουβαδάκι και το φτιάρι μου με κοιτάει στοργικά με φροντίδα με αγάπη, δίπλα στη θάλασσα, έχω υπάρξει δίπλα στη θάλασσα μαζί με τη μάνα μου που ποιός να το φανταζόταν πως θα την κουβαλούσα τόσο καιρό τόσο πολύ με τόσο βάρος – κοίτα την! Είναι η μάνα μου κι εγώ είμαι παιδί τριών χρονών και φτιάχνω πύργους με τα χέρια μου κι όσο μου τους χαλάει το κύμα τόσο εγώ πεισμώνω, τι; αυτό δεν είναι το παιχνίδι; όχι; όχι.
Όταν ανοίξω τα μάτια μου…
Όταν ανοίξω τα μάτια μου, θα σκεφτώ ξανά τον Ρίλκε, μια λέξη, και τον κόμπο.
Κι εσένα, που είσαι άνθρωπος και μερικές φορές θέλεις να πεθάνεις.
Να σε ρωτήσω τώρα όμως κάτι.
Τον πύργο του Άιφελ, ποιοι να τον έχτισαν άραγε;
Κι αν τους τον έπαιρνε το κύμα;
Πόσο θα το έβρισκαν παιχνίδι;
μπιζέλι