«Λίλιθ» (1928) του Vladimir Nabokov

Μετάφραση: Jordi

Σκοτώθηκα. Συκομουριές και πάντζουροι
σ’ αλέα κονισαλέα κι έσειε τες
ο Αίολος αψύς.
Κίνησα,
κίνησαν κι οι φαύνοι και κάθε φαύνου
ο Πάν έμοιασε:
Έξοχα. Σε πάνθεον είμαι.

Το μούτρο κρύβοντας, στον ήλιο δείχνοντας
τη ροδαλή μασχάλη, σ’ ένα κατώφλι
κι εστάθη κόρη μικρή ολόγυμνη.
Στις μπούκλες της νερόκρινοι
και με τις χάρες όλες της γυναίκας. Απαλά,
ως έθαλλαν οι θηλές της κι ανακαλώ
την πρώτη νιότη, κάτω, εις γην,
όταν στις κλήθρες βαθιά της όχθης
τόσο πολύ κοντά μπόραγα να ιδώ
του μυλωνά την κόρη τη μικρή που ήρθε
απ’ τα νερά, και ήρθ’ ολόχρυση,
βρεχτή με μια προβιά στα μπούτια ανάμεσα.

Και τώρα δα, το ίδιο χιτώνιο φέροντας
που ’φερα και χθες που σκοτώθηκα,
μ’ ενός αγύρτη χτητικού τη σπίθα,
προς τη Λίλιθ μου επήγα.
Και γυρνώντας μου αυτή το μάτι της χλωρό
πάνω απ’ τον ώμο, και τα ράκη μου
άναψαν και με μιας
στάχτη γίναν.

Στο πίσω δώμα
κι είδα μάλλινο ντιβάνι ελληνικό,
στο κομοδίνο απά κρασί, ρόδια,
νωπογραφίες μιαρές οι τοίχοι.
Με δάχτυλα δυο ψυχρά, παιδιάστικα,
απ’ το πυροκέφαλο με πήρε κείνη:
«σιμά μου έλα» λέγοντας.

Δίχως κόπο, παρότρυνση καμιά,
με την αργία μόνον αναιδούς χαράς,
σα φτερωτή και συρτά ως άνοιξε,
τα ωραία πόδια εμπρός μου.
Και τι δέλεαρ, τι εύθυμο
στραμμένο αυτής το μούτρο! Και μ’ άγριο
των λαγόνων μου σάρτο διαπέρασα
την κόρη αξέχαστη.
Σαν ουροβόρος, σκάφος σε σκάφος μέσα,
μέρος εύκαμπτο πολύ, μέσα της λίκνισα,
κι η τόση φαγούρα προδιαθέτοντας
πόθου ανέκφραστου σάλο.
Μα άξαφνα κι ελαφρά τινάχτη,
μαζεύτη, τα μπούτια σμίγοντας,
το πέπλο αρπάζοντας και σβούριξε το
γύρω της κι ως τους γοφούς,
και ισχύ γιομάτη, στα μισά
της θέωσης, σύξυλο μ’ άφηκε.
Χίμηξα μπρος. Παράξενα που φύσαγε
και να τρεκλίσω μ’ έκανε. «Άνοιξε!»
γκάριξα, με τρόμο προσέχοντας
πως άλλη μια όξω στη σκόνη έστεκα
και πως χυδαία βελάζοντα νιάνιαρα
μάτι πέρναν τη λαβωμένη λαγνεία μου.
«Άνοιξε μου!» κι ο τραγοπόδαρος
όχλος ο χαλκόραχος αύξανε. «Ω, Άνοιξε μου!»
ικέτεψα, «θα σαλέψω αλλιώς!»
Βουβάθη κι η πόρτα, σ’ όλους μπροστά
και απ’ αγωνία σπαρταρώντας το σπόρο τον έχυσα
κι αμέσως το ’μαθα της Κόλασης πως ήμουν.

 

* Πηγή: Vladimir Nabokov, «Λίλιθ» (1928), Selected Poems by Vladimir Nabokov, επιμ.: Thomas Karshan – μτφρ.: Dmitri Nabokov, ΗΠΑ, Knopf, 2012, σ. 84.
** Photo: Dante Gabriel Rossetti, «Study for Lady Lilith» (1866), red chalk.

ΑΛΛΕΣ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ

Το γράμμα

  Ένας γιος αποφασισμένος να στρώσει τη ζωή του. Δυο...

Το καλοκαίρι ο χρόνος

Το καλοκαίρι ο χρόνος παραλύει Οι νόμοι της φυσικής ακυρώνονται Δεν...

Deadplanes: Η απεργία των ιπτάμενων

Ελεγκτές εναέριας κυκλοφορίας Κάθε λίγο ξεσηκώνονται παραλύουν τ’ αεροδρόμια της χώρας Άφτερες...

Δύο ποιήματα του Πι Ταφ

Ενηλικίωση   Αυτό το φθινόπωρο μοιάζει ως τώρα με...