ΟΧΛΗΡΟ. Αίσθημα αδιόρατης ζήλιας που κυριεύει το ερωτευμένο υποκείμενο,
όταν βλέπει το ενδιαφέρον του αγαπημένου πλάσματος να αιχμαλωτίζεται
και να παρεκκλίνει σε πρόσωπα, αντικείμενα ή ενασχολήσεις που φαντάζουν στα μάτια του
σαν ισάριθμοι δευτερεύοντες αντίζηλοι […] Οχληρό είναι ό,τι καταργεί προς στιγμή τη δυική σχέση
(Μπαρτ Ρ., Αποσπάσματα του ερωτικού λόγου)
βλέπεις, μωρέ,
το κτήνος
εκείνο που νανουρίζουμε
στη φαινομενική μας αταραξία
ξυπνά με την πολυκοσμία
κι αποτινάσσοντας
τις αλυσίδες του
ζητά να πληρωθεί ο τόκος:
το αίμα σου
‒μονάχα αυτό θα με χορτάσει‒
τις ώρες του ύπνου σου,
τη γλυκόζη σου όλη
και το σπέρμα
ν’ απομυζήσω
κι ολόκληρος
να ζήσω μόνος·
Πρίγκιψ Κρίνος