Κάθε φορά που μου ζητούν διεύθυνση
πάω αυθόρμητα να πω άλλον δρόμο:
ενώ μένω στην οδό Πλαταιών,
είμαι έτοιμος να απαντήσω «στη Θέμιδος».
Τι παράξενη μηχανή το μυαλό
– και ανεξιχνίαστη.
Και ποια είναι αυτή η Θέμιδος;
Είναι οδός καθώς πρέπει προαστίου,
με σειρές από πολυκατοικίες,
ομοιόμορφους κήπους
με προσεκτικά κουρεμένους θάμνους,
τριανταφυλλιές και πλάκες Πηλίου,
παροχές φυσικού αερίου και –πάντοτε–
ξύλινα γραμματοκιβώτια στις εισόδους.
Οδός κάποτε αγροτική, χωμάτινη
(το βεβαιώνουν γηραιά ελαιόδεντρα,
οι επιζήσαντες του παλαιού τοπίου),
που κατέληγε σε συνοικισμό Αρμενίων,
από εκείνους που γλίτωσαν το ‘15
και έφυγαν μετά την Απελευθέρωση,
για να γυρίσουν σε μια άγνωστη πατρίδα.
Εδώ κοντά κατοικούσε ανάπηρος πολέμου,
καθαγιασμένος από την υπομονή,
και παραδίπλα ήρθε ένας ζωγράφος
που έχτισε το σπίτι του λοξά,
χάριν του φωτός· ζωγράφιζε
δέντρα και σύννεφα της Αττικής,
με την πιο λεπτή ουσία των χρωμάτων τους.
Παραπίσω ήταν το σπίτι του παππού μου.
Το γνωρίζω μόνο από φωτογραφίες·
σίγουρα θα βρέθηκα εκεί
όταν ήμουν πολύ μικρό παιδί,
αλλά δεν θυμάμαι τίποτα.
Όμως οι φωτογραφίες
μπορούν να γεννήσουν μνήμη
για κάτι που δεν βίωσες ποτέ,
καθώς τις κοιτάς χρόνο με τον χρόνο.
Έτσι είναι σαν να το ξέρω
αυτό το σπίτι που δεν υπάρχει πια,
σαν να ήμουν εκεί όταν το γκρέμιζαν
και βρήκαν μπουκάλια με κρασί
ξεχασμένα μέσα στο πηγάδι,
και τα λεφτά που έκρυβε η γιαγιά
κάτω από τα κεραμίδια.
Είναι σχεδόν σαν να έχω δει
τον προπάππου μου τον γέρο-Νέτση,
να κάθεται στην αυλή μια Κυριακή του ’20,
μετά την εκκλησία,
ξερακιανός και αγέλαστος
(έτσι είναι στις φωτογραφίες),
περιμένοντας να του φτιάξουν καφέ.
Είναι σαν να έχω δει πολλά ακόμη,
παρόλο που δεν έχω δει τίποτα,
– όλα είναι μνήμη τεχνητή.
Και ανησυχώ, και αναρωτιέμαι, πώς γίνεται
να ταξιδεύω τόσο εύκολα στον χρόνο,
ενώ δεν μπορώ να αποφασίσω
σε ποιον δρόμο βρίσκεται το σπίτι μου.
γ.π.
*πίνακας: Αγήνωρ Αστεριάδης, «Αγροτική κατοικία – δύο παιδιά».