Ο εκδοτόκαυλος

Ο εκδοτόκαυλος

Είναι οι εκδοτόκαυλοι πολλοί σ’ αυτό τον χώρο.

Σ’ εμέ ελκυστικότατοι, συνήθως-δυστυχώς.

Του Καστανιώτη κάποτε γνώρισα ένα φιόρο

και τους γραφιάδες μίσησα, άπαξ διά παντός.

 

Έβγαλε μια μετάφραση, ένα βοηθηματάκι

μα ‘θελε διηγήματα, σώνει καλά και ντες

κι έπιανε και πιλάτευε τον δόλιο τον κοσμάκη:

«Μίλα, τα θες τα κείμενα;!» «Όχι» «Σκάσε τα θες!»

 

Και τον εβάλαν στη balck list, απανταχού οι οίκοι.

Κι όποτε κάπου πήγαινε, έπεφτε σύρμα φουλ.

«Αν έρθει, πείτε πέθανα! Με φάγανε οι λύκοι!»

«Αν με πενάκι επιτεθεί;» «Ψύχραιμα, stay cool!»

 

Άφραγκος ήσαν προφανώς ο εκδοτόκαυλός μας.

Αν ήσανε πελούσιος, δε θα ‘χε παιδεμό.

Θα ‘σκαγε το τριχίλιαρο και απλά θα καρτερούσε

τη μούρη του τετράδιο να δει στον Ιανό.

 

Θα ‘λεγε στις παρέες του -λέμε-ΑΝ είχε φίλους:

«Τα έσκασα, μα άξιζε!, δες γραμματοσειρά!

Την τέχνη μου επόθησα σ’ άλλους να κοινωνήσω

γι’ αυτό δεν υπολόγισα ξεφτίλα και παρά!»

 

Για όλους -άμα ψάξουνε- πάντα υπάρχει κάποιος,

κυρίως κάποιος μίζερος αστός χωρίς ζωή

έτσι και η εκδότρια ενός για φούντο οίκου

μπαίνει στην ιστορία μας ν’ αλλάξει την πλοκή.

 

Στέλνει ο εκδοτόκαυλος, αποκαρδιωμένος:

«Ξέρετε, σκέψεις έγραφα, δειλά τις προωθώ…»

Στέλνει και η εκδότρια σε δυο λεπτά της ώρας:

«Έπαθα τον υπέρτατο πλήρη συγκλονισμό!!!

Γράφετε διηγήματα με τα προσωπικά σας;!

Αμίμητο! Πρωτάκουστο! Γκαύλα! Πωρωτικό!

 

Άρτια όσα διάβασα μα πρέπει τυπωμένα

να δω τ’ αριστουργήματα για να αποφανθώ.

Βγάλτε τα μια φωτοκοπί κι ελάτε να με βρείτε,

γιόγκα μαζί να κάνουμε σε άλσος αττικό».

 

Τα μόνα που τη ρώτησε: η μέρα και το μέρος

και έσκασε πανέτοιμος με φόρμα βεραμάν.

Τη θέση του πολεμιστή, της γάτας την καμπύλη

με μπρίο όλα τα ‘κανε – μπας εκδοθεί ο μαν.

 

Πέρασε από πάνω του, επίσης ένα ντόγκο

και τον τσιλοκατούρησε – του άξιζε (κακιά).

Φαίνεται έχουν ένστικτο κι όσους για το ονόρε

τελείως ξεφτιλίζονται, νιώθουν τα ζωντανά.

 

Τελειώνουνε τη γιόγκα τους, τρώνε μια βίγκαν πίτσα

λίγο αλληλοπαινεύονται, μιλάνε γενικά

βουτά τα διηγήματα και χάνεται η θείτσα

κι ούτε φωνή, ούτε βοή, ούτε ξερή λαλιά.

 

Έξαλλος ο ημέτερος της κάνει μία κρούση:

«Είπατε θα τα λέγαμε και ξείπατε μανδάμ!

Τραγούδια νίκης άκουγα για δόξα ‘τοιμασμένος

και τώρα το με ξέχασες μου βγάζει το Shazam!»

 

«Συγχώρα με, τα έχασα τα διηγήματά σου!

Κάπου θα παραπέσανε, έλα ξανά από ‘δω!

Τύπωσ’ τα κι αχνοψέκασ’ τα το φίνο άρωμά σου

μελάνι – type writer – το νούμερο οκτώ».

 

Με την αξιοπρέπεια στο μείον τετρακόσια,

πήγε ξανά ο φίλος μας, ε όχι που δε θα-!

και μες το φωτοτυπικό να μπει να τον αλέσει

αν του ‘λεγε, θα έμπαινε (πουτάνα ξιπασιά).

 

Το δεύτερο αντάμωμα, σιγή το διαδέχθει

απόκοσμη, απέλπιδα, αποτελειωτική…!

Αχ νιότη που του έδειχνες πως θα γινόταν άλλος,

τώρα γιατί τα γύρισες και κάνεις τουμπεκί;!

 

Μαίνετ’ ο εκδοτόκαυλος, βλέπει τους ήλιους δύο.

Τσιρίζει εκκωφαντικά μπρος το ακουστικό:

«Είπατε θα τα βγάζατε! Κατήντησε γελοίο!

Τι είμαι να με παίζετε;! Spinner χρωματιστό;!»

 

«Α σόρρυ, διακόπαρα» η εκδότρια του λέει.

«Με ζέση σας εδιάβαζα στης νήσου την ακτή,

κύμα τρανό υψώνεται κι όλα τα κουκουλώνει

κάνει και τα διηγήματα καπέλο και μουνί.»

 

Εκεί η αξιοπρέπεια πήγε στο δύο-τρία.

Της το ‘κλεισ’ απ’ τα νεύρα του, μα δε βαστάει πολύ.

Λιγάκι υστερότερα, έρχεται και με βρίσκει.

(δράμα ‘ναι να ‘χεις νέρντουλο καμένο εραστή)

 

«Μωρ’ μήπως δεν επέμεινα; Να ξαναπροσπαθήσω;

Μήπως η τρίτη η φορά είναι κι η τυχερή;»

«πέντε» του είπα «σούργελα, να ‘ξερα σαν εσένα

θα ‘χα υλικό για Σάτιρα σ’ όλη μου τη ζωή!»

~

Εριθέλγη