Σηκώθηκα τη νύχτα για κατούρημα.
Ακριβώς στο κέντρο της.
Από ένα τσίμπημα νομίζω ξύπνησα
της μύτης του διαβήτη που τον ύπνο περιγράφει.
Απ’ τον οντά στον καμπινέ,
ένα διαδρόμι μια σταλιά.
Πεντέξι βήματα,
ανάξια λόγου απόσταση.
Όλα στο διάδρομο άηχα·
η Λωρίδα της Γάζας έξω απ’ την κάμαρά μου,
δίπλα, ράντζα διασωληνωμένων εκτός ΜΕΘ,
νυσταγμένοι αξύριστοι νέοι σε ουρές του ΟΑΕΔ,
αφρικάνες μετανάστριες εκδίδονταν έξω απ’ το μπάνιο μου.
Κάποτε επιτέλους φτάνω,
καταφέρνω να μπω λίγο πριν σκάσει η φούσκα μου.
Στο μπάνιο δεν ήταν κανείς, πράγμα παρήγορο.
Κατούρησα αγχωμένος.
Έπλυνα τα χέρια μου και πήγα να βγω.
Στάθηκα.
Καλύτερα να κοιμηθώ στο εμαγιέ της μπανιέρας.
Δεν θ’ άντεχα να ξαναδώ τη φρίκη του διαδρόμου.
Το πρωί θα ’ναι όλα στον τόπο τους,
το πέρασμα ξανά ελεύθερο κι εγώ ξανά μακάριος.
Στη μπανιέρα.
Διγ.