Τα σπίτια και τα υφάσματα

Τα σπίτια και τα υφάσματα

Θάρρος να βρούμε κάποτε να δούμε τα υφάσματα. Να τα κοιτάξουμε ώρα πολλή. Σαν χάνοι ενεοί ή σαν ντετέκτιβς έμπειροι.

Ξέρεις, δεν μιλώ για την υψηλή ραπτική, ούτε για τα βελούδινα που δείχνουμε στον έξω κόσμο τον πολύ. Λέω για τα υφάσματα των εσωτερικών χώρων: τις κουρτίνες, τα ριχτάρια, τα τραπεζομάντηλα και τα σεμέν. Τα δέρματα των καναπέδων που βουλιάζουμε.

Χρόνια σε σπίτια έπηλυς, κλινήρης σε ντιβάνια ή άλλοτε απλός περαστικός, ένα έχω να σου πω. Στα ευτυχισμένα σπίτια τα υφάσματα κακοπερνούν, φθείρονται πριν την ώρα τους. Στο σπίτι ας πούμε της Νανάς, που τίποτε να φοβηθούν δεν έχουν, είναι οι κουρτίνες πάντα ορθάνοιχτες. Και μπαίνει ο ήλιος και τα ξεζουμίζει εκτυφλωτικά, τα γνέθει, το χρώμα τους ρουφά, τα παλιώνει λόγου χάρη φυσικά.

Στο σπίτι πάλι το δικό μας, που για τα ζωντανά του είναι τα πράγματα πιο πίζουλα, τα υφάσματα ευημερούν. Αφού το έξω μάτι τ’ αποστρέφεσαι, χειμώνα-καλοκαίρι τέντα κάτω, κουρτίνες τραβηγμένες και κλειστές. Αναρωτιόμουν στην αρχή τι διάολο έχουμε να κρύψουμε, τι τέλος πάντων να δειχθεί φοβόμαστε. Έπειτα, αν ήταν κάποια ευαισθησία σου στις ηλιακές ακτίνες, θα συνιστούσε αδιακρισία να το θίξω. Αλήθεια είναι πως ήταν το δέρμα σου λευκό· «απ’ τον πατέρα μου το πήρα» κοκορευόσουν. Με τον καιρό κατάλαβα πως ούτ’ αυξημένη έγνοια προς τους καναπέδες σε κινούσε, ούτ’ αυτοάνοση δερματοπάθεια σ’ έδερνε.


Σε κάθε περίπτωση, είχαμε συνηθίσει να ζούμε έτσι σκιερά.

Ως εκ τούτου, όλα τα έσω υφάσματα μέναν άθικτα, στο χρόνο ανθεκτικά.

Περάσαν χρόνια με το γρίφο ανεπίλυτο.

Τώρα πια το κατάλαβα το χούι σου. Ήθελες να ’χουμε κλειστά μη δει κανείς τ’ ανέγγιχτα υφάσματα, τ’ αταξίδευτα των καναπέδων δέρματα και μαντέψει τυχόν τη δυστυχία μας.

Πάσο.

 

Διγ.

Author

Ο Διγ. νομίζει ότι στο παιδικό του δωμάτιο είχε αφίσες του Μαρξ, του Βάλτερ Μπένγιαμιν, του Γιώργου Μαζωνάκη και του Γιώργου Καραγκούνη. Η μόνη που δυόμισι δεκαετίες τώρα δεν έχει αποκαθηλωθεί είναι του Μαζωνάκη. Γι’ αυτό είναι σίγουρος. Ακόμη, έφαγε πάρα πολύ ξύλο για να μάθει γράμματα και ως εκδίκηση σπουδάζει εννιά χρόνια τώρα. Συμπαθεί τις λέξεις με αρχικό γράμμα το βήτα, όπως βιρτουόζος, βανδαλισμοί, βαρυσήμαντα, βότκα και Βλαδιβοστόκ, ενώ αποστρέφεται εκείνες που ξεκινούν από κάπα, όπως καπιταλισμός, κόλαση, κολαούζος, καλλίπυγος και κατενάτσιο. Το μόνο που τον παρηγορεί είναι η απαρασάλευτη πίστη του στην αλτουσεριανή ρήση κατά την οποία: «το μέλλον διαρκεί πολύ».