Κάπου στα περίχωρα μιας εύρωστης οικονομικά και ευτυχισμένης πολιτείας, ήταν περίπου τέσσερις γυμνασμένοι νέγροι, εντεταλμένοι ανθρώπων σοφότατων για να διεκπεραιώσουν μιαν εξαιρετικά επείγουσα αποστολή. Είχαν διαταχθεί να φέρουν σε πέρας μακρόπνοα και κοπιώδη σχέδια μελέτης των λευκών. Έπρεπε, λέει, ν’ αποσοβήσουν τους εγγενείς κινδύνους του θέρους· να θέσουν σε εφαρμογή μέτρα καταστολής της πυρετώδους εποχής. Όφειλαν να εξευμενίσουν το καλοκαίρι.
Καθημερινά κατάβρεχαν το χώμα αποβραδίς, για να μειωθεί κατά το δυνατόν η περιπλανώμενη σκόνη εν τη γενέσει της.
Άγαρμπα καβαλούσαν μηχανήματα πολύ σιδερένια, έμπλεα μεταλλικής ρώμης, για να δημιουργήσουν –καθώς όφειλαν– αντιπυρικές ζώνες.
Έλαμναν ασύστολα σε ποταμούς, κόντρα στη ροή τους, για να υπενθυμίσουν και στη φύση πως την ελέγχουν πλήρως.
Με τέτοιους σχεδιασμούς σκόπευαν σε έργο θεάρεστο· να εξασφαλίσουν εσαεί ασφαλή καλοκαίρια.
Φαίνεται, δε γνώριζαν πως το θέρος είν’ εποχή βαρυστόμαχη και αρκετά εκδικητική. Δεν τους είχε δασκαλέψει κανένας πως το καλοκαίρι επιδίδεται σε αποταμίευση κακοκαιρίας, κάνοντας το χαμάλη του φθινοπώρου. Καθόλου δεν είχαν λογαριάσει πως και η έλλειψη ακόμα της βροχής θα αντισταθμιστεί και με το παραπάνω από δακρύων εξορμήσεις.
Δίχως να το συνειδητοποιούν, είχαν και οι δύο αντιτιθέμενοι -θέρος μεν, άνθρωποι δε- ομοιότητα μοιραία: μια ορισμένη καταστροφής λαγνεία.
Υ.Γ.: Υπάρχει μήπως πιο εξοντωτική εποχή απ’ το καλοκαίρι;
Αμφισβητίες και διαφωνούντες ας απευθυνθούν στα αναρίθμητα θύματά του – από καρπούς και άνθη του πολλά υποσχόμενου έαρος μέχρι τους έρωτες τους βραχύβιους των νησιών. Και καθώς τέτοιου είδους ιστορίες συνηθίζεται να τελειώνουν με κάποια οριστικότητα, πρέπει να δοθεί ένα τέλος. Δυστυχώς, δε «ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα». Εδώ κάποιοι θριάμβευσαν και άλλοι συντρίφτηκαν. Υπερίσχυσε ο έχων τη μεγαλύτερη πείρα, ο διαθέτων τη μακρυτέρα προϋπηρεσία.
Κι είναι πολλοί –το δίχως άλλο– οι αιώνες του καλοκαιριού.
Διγ.
*Photo: p.krinos