Εκείνο το δωμάτιο
είχε ένα μικρό μπάνιο
που κάθε πρωί,
όταν το έβλεπε ο ήλιος,
γέμιζε φως:
ένα μεγάλο παράθυρο
με γαλακτερό τζάμι
σκόρπιζε μέσα το φως
που πολλαπλασιαζόταν
στα λευκά πλακάκια.
Ήταν ένα φως ολοκάθαρο,
αγνό, δοξαστικό, μια γιορτή
– δεν σου έκανε καρδιά να βγεις έξω.
Θυμάμαι ότι κάθε πρωί
στεκόμουν για μια στιγμή γυμνός,
πριν ανοίξω το ζεστό νερό,
μπροστά στο μεγάλο παράθυρο,
σαστισμένος από εκείνο το φως
– σαν μια στιγμή προετοιμασίας·
και ύστερα, έπαιρνα από το ράφι
το πλαστικό μπουκάλι του σαμπουάν σου
και το φιλούσα με τα μάτια κλειστά
– τόσο πολύ σε αγαπούσα.
γ.π.