Από την ποίηση του δρόμου στην ποίηση της φροντίδας και πάλι πίσω

Κυριακή 12 Νοέμβρη 2023, Περιβολάκι

 

Από την ποίηση του δρόμου στην ποίηση της φροντίδας και πάλι πίσω.

Άραγε να ‘ναι μια σύντομη διαδρομή αυτή ή μακριά κι ατέλειωτη; Εννοώ η διαδρομή από τον δρόμο στην φροντίδα και πάλι πίσω στον δρόμο. Η Θάλεια πιστεύω πως θα απαντούσε κάτι τύπου «δυό τσιγάρα υπόθεση». Και ίσως το πιστεύω αυτό, και λόγω των ποιημάτων της. Στο κείμενο αυτό που ακολουθεί θα προσπαθήσω να περιγράψω αυτήν ακριβώς την διαδρομή που θεωρώ ότι διανύει η Θάλεια μέσα από την ποίησή της και θα μιλήσω κρατώντας σφιχτά την ιδιότητα της ποιητικής «φίλης» και συνοδοιπόρου, απαντώντας στο κάλεσμά της. Θα μιλήσω μέσα από την καρδιά μου.

Κάθε καλή ποίηση διανύει την διαδρομή της θεμελιωμένη μέσα στις αμφισημίες και τις αντιφάσεις της, διότι αυτός είναι ο τρόπος να διανοίξουν οι ερμηνείες και τα τοπία της πρόσληψης. Για το βιβλίο που μας απασχολεί σήμερα, η αντίφαση εκκινεί ήδη από τον τίτλο: Ημερολόγιο του χρόνου που του πήρανε τις μέρες και τα λόγια που οι φίλες είπανε να τα πάρουμε πίσω. Θα διαβάσω ένα ημερολόγιο, λες.  Άρα το μυαλό μας πάει σε μια αρκετά προσωπική καταγραφή, μοναχική, που συμβαίνει συνήθως στο τέλος της ημέρας, σε τετράδια που κάπως μας φαίνονται όμορφα, ή τέλοσπάντων επειδή τα βομβαρδίζουμε με τα μυστικά και τις σκέψεις μας, έχουν γίνει σημαντικά για εμάς. Κι αν δεν πάει το μυαλό μας σε αυτό το ημερολόγιο, θα πάει στο ημερολόγιο υποχρεώσεων, το ημερολόγιο της εβδομάδας, του μήνα, το ημερολόγιο που χρησιμοποιείς για να ταξινομήσεις τον χρόνο των υποχρεώσεων, όλων αυτών που θες να κάνεις, το ημερολόγιο που χρησιμοποιείς για να πάψεις επιτέλους να αναβάλεις, ή για να μπορέσεις επιτέλους να συνετιστείς, να βρεις ένα ρυθμό, να έχεις μια καθημερινότητα, να δεις αν σε παίρνει να γραφτείς και κεραμική και γιόγκα. Σε κάθε περίπτωση, η λέξη ημερολόγιο μετράει τον χρόνο ή για την ακρίβεια, δημιουργεί τον χώρο ώστε να μπορέσεις να σκεφτείς τον χρόνο σου και να τον ταξινομήσεις μέσα από τις λέξεις. Κι έτσι η πρώτη αντίθεση που συναντάμε είναι πως από αυτό το ημερολόγιο χρόνου, θα απουσιάζουν οι μέρες και τα λόγια. Τι περίεργο, λες. Πρόκειται ξαφνικά για το ημερολόγιο ενός χρόνου που του αποστέρησαν αυτά ακριβώς τα στοιχεία που το αποτελούν. Η ποιήτρια μας το λέει μες στη μούρη εξαρχής: κατά πρώτον, θα διαβάσεις ένα ημερολόγιο απώλειας.

Κι εδώ, αισθάνομαι ότι μπαίνει στο παιχνίδι ο δρόμος, διότι αυτός είναι ο τόπος που συντελείται αρχικά η απώλεια, δηλαδή έξω, έξω στον δρόμο, στην πόλη, στη ζωή στην πόλη σήμερα, στην διαπίστωση πως «οι πόλεις μας γίνανε φυλακές / και δεν έχει τίποτα το μοντέρνο μέσα αυτό», ή πιο κάτω στην παρατήρηση «θα σου έλεγα / πως δυο σειρές μπροστά σου στο Α7 / στη ζωή που τρέχει απ’ τα μάτια / απ΄τα πόδια / απ΄τα χέρια / των γυναικών που σκούπισαν κάθε κωλόσπιτο στην κηφισιά /μπορείς κάθε απόγευμα να βρεις / μερικούς καλούς λόγους να ξηλώσεις τις αμφιβολίες σου / για το αναγκαίο της ταξικής πάλης».

Ο τίτλος, ταυτόχρονα, όσο διακριτικά και να το κάνει, υπονοεί πως υπάρχουν «κάποιοι» που συνεχίζουν να κλέβουν τις μέρες και τα λόγια από αυτό το ημερολόγιο. Λέει «του πήρανε». Ποιοι; Κι όσο κι αν καθίσταται σχεδόν πάντα αδύνατον να περιγράψεις με κάθε λεπτομέρεια το πρόσωπο του εχθρού μέχρι να το δεις να φανερώνεται, νομίζω πως διαβάζοντας τα ποιήματα,  κανένα δεν έχει αμφιβολία ποιους εχθρούς αποκαλύπτουν, κι αυτό είναι κάτι που το πετυχαίνει ο ποιητικός λόγος σκιαγραφώντας την προβληματική και το struggle της εαυτής μέσα στην πόλη. Γιατί ο δρόμος έξω, καθρεφτίζει τελικά και τον δρόμο μέσα, όπως μας το λέει και η Θάλεια στον Μάρτη με την κατάλληλη ποσότητα χιούμορ και ειρωνείας που διευκολύνει όλο το παράπονο και το πνίξιμο να βγουν στην επιφάνεια: «χρεώνουμε το νόημα στα τραύματα / στις παρασκευές στα δευτερότριτα / και κάποια πρέπει να πει / ότι οι ανθισμένες νεραντζιές / δεν βοηθάνε» για να πει ακόμη πιο ευθύβολα αργότερα «αλλάζουμε σπίτια σαν τα πουκάμισα / όσο οι ψυ συστήνουν / να βρούμε την φωλιά μέσα μας». Ο δρόμος έξω και ο μέσα δρόμος, φέρουν εχθρούς, χαμένες μάχες, αδιέξοδο, θανάτους, ένα «τι θα απογίνουμε;» που πλανάται στον αέρα από την αρχή ως το τέλος, και για να χρησιμοποιήσω ξανά τα λόγια της ίδιας, στην πρώτη σελίδα του βιβλίου, κάτω από το σκίτσο της που αποτέλεσε και την αφίσα της σημερινής μας εκδήλωσης-γιορτής, η Θάλεια γράφει «το ότι αντέχουμε, δεν βγάζει νόημα».

Και πράγματι, νομίζω ότι δεν θα έβγαζε κανένα νόημα όλο αυτό, αν δεν μας οδηγούσε μέσα από τα ποιήματά της στην ενδεχόμενη φροντίδα. Διαβάζοντας τα ποιήματα του βιβλίου, μήνα τον μήνα, λέξη τη λέξη, σιγά σιγά αρχίζεις να αισθάνεσαι πως αυτή η ημερολογιακή καταγραφή είναι και δική σου. Αυτή η πόλη-φυλακή, είναι η δική σου πόλη. «Σήμερα η ζωή μου / μοιάζει με την ζωή σου / μοιάζει με τη ζωή της / αλλά μοιάζει τόσο λίγο με ζωή»Κι εκεί ξεκινάει η γλώσσα της φροντίδας, μια γλώσσα που σε βλέπει και σου επιτρέπει να καθρεφτιστείς μέσα σε αυτήν. Μια γλώσσα που αγκαλιάζει την απώλειά σου. Ο Λακάν λέει αγάπη σημαίνει να σου δίνω αυτό που δεν έχω, με την έννοια του να σου προσφέρω την αδυναμία μου, την έλλειψή μου, δηλαδή να στην φανερώνω και να προσπαθήσω να την μοιραστώ μαζί σου. Μήπως τελικά αυτά τα ποιήματα μας δίνουν πρώτα απ’ όλα την δυνατότητα να αγαπηθούμε λίγο περισσότερο; 

Κι έπειτα,  από την μοναχική καταγραφή του ημερολογιακού είδους, αρχίζουν σταδιακά να εμφανίζονται περισσότερα πρόσωπα, γιατί, διαβάζοντας τα ποιήματα της Θάλειας, δεν μπορείς να μην αισθανθείς πως δεν είσαι τελικά τόσο μόνη. Και αυτό είναι κάτι που προσωπικά με συγκινεί βαθιά, γιατί ειλικρινά έχω ανάγκη αυτή την φροντίδα, γιατί κι εγώ σε αυτή την πόλη ζω και θέλω να ακολουθήσω την Θάλεια όταν λέει «βάλτε με παρακαλώ / με αυτές που αγαπούν τη θάλασσα / τη λατινική αμερική / και τους δύο ξένους / με αυτές που τα γέλια και τα κλάματα τους αφήνουν τίς ίδιες ρυτίδες / και με αυτές που νιώθουν ελεύθερες / κυρίως τις στιγμές που παλεύουν να είναι».  Όσο περισσότερο χώρο δημιουργεί το ποίημα για την έκφραση της απώλειας, του τραύματος, του θυμού, της απόγνωσης και της μελαγχολίας τόσο περισσότερη φροντίδα προσφέρει: «εσύ γελάς όταν σου λέμε / πως είμαστε μιλένιαλς / αλλά και λίγο μπούμερς / λες να μην κλαίμε πάνω απ’ το χυμένο γάλα / και δεν ξέρεις καν πως εννοείς / τα χρόνια / που δεν ξέρουν πού ανήκουν / όσα θα δίναν το κεφάλι τους / για τις απαντήσεις τους / παιδεύονται στον ύπνο / κι όταν ξυπνάνε δεν τους φτάνουν οι ερωτήσεις». Αλλά και παρακάτω, η φροντίδα απλώνεται κι άλλο, μέσα από την συνάντηση και το μοίρασμα του κοινού βιώματος, της κοινής απώλειας: «σε μικρούς κύκλους / κόβουμε φέτες / τη μοναξιά από τα βράδια μας / και τη μοιραζόμαστε / σαν καρπούζι στην παραλία».

Ωστόσο, η ποιητική διαδρομή δεν σταματάει εκεί και αυτό είναι, νομίζω ένα σημαντικό σημείο. Η διαδρομή που ξεκινά από τον δρόμο και περνά από την φροντίδα οφείλει να επιστρέψει στον δρόμο. Και το ρήμα «οφείλει» είναι βαρύ, αλλά, αλήθεια, πώς αλλιώς θα μπορούσαμε να περιγράψουμε την επιτακτική ανάγκη που έχουμε για να τα πάρουμε όλα πίσω;Η απώλεια φροντίστηκε, το πένθος βρήκε χώρο να αρθρωθεί, και μονάχα έτσι οι πληγές γίνονται τελικά οι πηγές της εξέγερσης και το όπλο της διεκδίκησης. Και για να επιστρέψουμε στις αντιφάσεις, όπως ξεκινήσαμε, και πάλι ήδη από τον τίτλο ξέρουμε πως σε αυτή την διεκδίκηση μας καλούν οι φίλες, οι σύμμαχοι και συνοδοιπόροι. «θα’ ρθούμε ξανά / με παλτό φορεμένες όλες τις ήττες στην πλάτη / θα’ ρθούμε ξανά / με τα μάτια, τα χείλια, τα άκρα βαμμένα με όλα τα ερωτήματα / θα΄ ρθούμε ξανά / ερωτευμένες κι εξεγερμένες με την ζωή / θα΄ρθούμε ξανά / κοίτα λοιπόν να ξέρεις πώς τα τακτοποίησες τα κουτιά / γιατί θα τα κάνουμε μπάχαλο».

Τώρα επιστρέφουμε στον δρόμο, αλλά είμαστε πολλές. Κι αν δεν τα γράψει αυτά τα λόγια η Θάλεια, θα τα γράψει η Μαρίνα, θα τα γράψει η Βάσια, θα τα γράψει η Παυλίνα, θα τα γράψει η Αγγελίνα, θα τα γράψει η Δανάη κι αυτή η γνώση καθιστά την ποίηση αυτή σχεδόν στρατευμένη, μαχητική. Αλλά έχει σημασία με ποιόν τρόπο διαλέγουμε εμείς να επιστρέψουμε σε αυτή την μάχη. Έχοντας αγκαλιάσει την ανάγκη, την τρωτότητα, την ευαλωτότητα του άλλου με τον όρο της Μπάτλερ.

Και τα ποιήματα της Θάλειας, σε αυτό το ημερολόγιο, γίνονται μικρά φαναράκια σε αυτή την σκοτεινή πορεία του αγώνα. Και κάπως έτσι, το ξέρουμε πως:

οι μέρες δε θα φτάσουνε ποτέ
και το αιγαίο θα είναι πάντα αχανές

στους αποχωρισμούς
οι άνθρωποι που κλαίνε
ας κλαίνε για ό,τι θα τους λείψει

έτσι κι αλλιώς
τα κύματα θα σκάνε πάντα στα βράχια
με την ίδια ορμή
που κάναμε όλες τις ερωτήσεις

έτσι κι αλλιώς
τα βράχια θα αλλάζουν πάντα σχήμα
μες στα κύματα
μες στο ρυθμό
των απαντήσεων

 

*Από την παρουσίαση του βιβλίου της Θάλειας Τ. «Ημερολόγιο του χρόνου που του πήρανε τις μέρες και τα λόγια που οι φίλες είπανε να τα πάρουμε πίσω»

ΑΛΛΕΣ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ

Μπλε κουβέρτα

Λίγο πριν αποφασίσουμε πως το κορίτσι μας τελικά θα...

Έμιλυ

στην Α. στις σιώπες που συναντιόμαστε Έ μ ι λ...

Επικαιρότητα

Πάλι ταράχτηκαν οι άντρες κι αγορεύουνε Τηρούν με πάθος τις...

Σημείωμα για τον Glenn Gould

Ο Glenn Gould είναι μια προσωπικότητα που με συγκινεί...