Διαβιώντας σε μία ιντερνετοκρατούμενη εποχή ερχόμαστε αντιμέτωποι με προκατασκευασμένες ψευδαισθήσεις. Οι πληροφορίες, οι εικόνες, τα πρόσωπα, τα γεγονότα – θλιβερά και μη- έρχονται κατά πάνω μας με τη μορφή μιας χιονοστιβάδας που παρασύρει στο έλεος της δύναμής της τα κριτικά αντανακλαστικά του υποκειμένου. H αποδυνάμωση αυτή συνδέεται με την αιμορραγία ηθικών εννοιών, οι οποίες χάνουν τη σημασιολογική τους δυναμική και ανάγονται σε αποϊστορικοποιημένες μυθικές αφηγήσεις. Το ερώτημα θα μπορούσε να τεθεί ως εξής: πώς καθορίζεται η πολιτική και η ηθική όσο η κατοίκησή μας σε μυθικές και ψευδαισθησιακές πραγματικότητες διαιωνίζεται επ’ αόριστον; Εξηγούμαι.
Θυμίζω, κατ’ αρχάς, επιμελώς στον εαυτό μου ότι γράφοντας αυτές τις γραμμές, δεν έχω καμία πρόθεση να κλείσω το δρόμο στην οχλοβοή των ανθρωπιστών του διαδικτύου. Αισθάνομαι μία ακαταλληλότητα, μία ερμηνευτική αμηχανία να καταδεικνύω τα κακώς κείμενα προτείνοντας παράλληλα μεθόδους χειραφέτησης και επίλυσης αυτών των προβλημάτων. Κατέληξα όμως ότι ο στόχος δεν είναι τόσο η λύση, όσο η κατανόηση πολιτικών επιλογών και στάσεων των συνανθρώπων μου, που μου προκαλούν μια κάποια απορία, ενίοτε και αποστροφή. Η αίσθηση μου είναι ότι έχει δημιουργηθεί ένα βαθύ ρήγμα, μία απότομη ρήξη ανάμεσα στην απόσταση που χωρίζει την αισθητική, ή ακριβέστερα ψευδο-αισθητική, απ’ την ηθική, και το θέαμα απ’ τη πολιτική. Η πολιτική-τουλάχιστον αυτή που πραγματώνεται στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια, αλλά και η πολιτική της εικόνας που ασκείται μέσω facebook- γίνεται αντιληπτή με όρους θεάματος και αισθητικής πρόσληψης.
Το γαϊτανάκι ανθρωπισμού με στόχο τη διάσωση των αστέγων απ’ το χιονιά εντάσσεται σε αυτή τη περίπτωση. Οποιαδήποτε αναγγελία δράσης χωρίς τη δράση συνιστά αδράνεια. Φυσικό παρεπόμενο είναι ότι η έννοια της μέριμνας αρχικά εργαλειοποείται και έπειτα απονεκρώνεται. Μία αόριστη αποστροφή μου γεννιόταν βλέποντας τις μέρες εκείνες αναρτήσεις του τύπου #homelesspeopleneedu με 170 like και καρδούλες στα σχόλια. Ρομποτικές αυτοματοποιημένες κινήσεις, χωρίς καμία νοηματοδότηση και ερμήνευση καταστάσεων που χρήζουν ιδιαίτερης προσοχής.
Νομίζω ότι στον σύγχρονο αστικό κόσμο υπάρχει μία τάση, σύμφυτη με αυτή που έγραφε ο Bathes στις Μυθολογίες με τον όρο της απ-ονομάτισης, για να περιγράψει την αστική τάξη ως ανώνυμη εταιρία.[1] Ο ανθρωπισμός, όπως και άλλες έννοιες της αστικής ιδεολογίας, είναι χώροι μιας ακατάπαυστης αιμορραγίας· κάθε νόημα διαρρέει έξω απ’ τους χώρους αυτούς και τελικά το όνομα τους καταντά άχρηστο. Οι άνθρωποι σε αυτό το πλαίσιο διαπιστώνουν το γεγονός ή αντιλαμβάνονται την αξία, αλλά αρνιούνται την εξήγηση. Έτσι, μπορεί η φωτογραφία με έναν άστεγο καλυμμένο απ’ τα χιόνια να τον συγκλονίζει και να έχει πάρει αναρίθμητα like, ωστόσο αυτό δεν σημαίνει την κινητοποίηση ή και την ευαισθητοποίησή του. Τα πράγματα απολύουν μέσα στην απ-ονομάτιση, την ανάμνηση της κατασκευής τους. Πραγματοποιείται εδώ μία ταχυδακτυλουργία που αφαιρεί απ’ τα πράγματα το ανθρώπινο νόημά τους και τα κάνει να σηματοδοτούν μίαν ανθρώπινη ασημαντότητα.
Πέρα απ’ το παράδειγμα των χρηστών που ανεβάζουν φωτογραφίες με αστέγους και hash tag #itssocoldoutside #homelesspeopleneedu και άλλες τέτοιες ομορφιές, επιβιώσεις αυτής της διολίσθησης που περιγράφω μπορούμε να δούμε και στην ίδια την Βουλή των Ελλήνων, που η όποια πολιτική ζύμωση διεξάγεται με όρους οχλοκρατίας και κανόνες ζωικού βασιλείου. Έτσι, η νίκη ενός επιχειρήματος γίνεται μ’ όρους επικράτησης της πιο δυνατής φωνής ή της πιο ευφάνταστης εμφάνισης/απάντησης.
Βεβαίως η πορεία αυτή ίσως και να ήταν προδιαγεγραμμένη. Έχω στο μυαλό μου το πνεύμα του Oscar Wilde να περιδιαβαίνει ανάμεσα στους ανθρώπους, κάπου-κάπου να σταματάει να μυρίσει τα ανθισμένα κρίνα και τις κόκκινες τριανταφυλλιές και κάπου-κάπου να χαμογελάει σαρδόνια για τις προφητείες του. Ο Wilde διείδε τη νίκη του θεάματος και της τέχνης έναντι της ηθικής. Διέβλεψε τη παντοδυναμία των συναισθημάτων, το ευμετάβλητο της ύπαρξης και το ανέφικτο της ανιδιοτελούς ηθικής ενέργειας. Η αλήθεια είναι ότι τον ίδιο δεν τον ενδιέφεραν τέτοιες προφητείες. Τα αγνοούσε επιδεικτικά. Ποτέ δεν τον ένοιαζε η χειραφέτηση, ποτέ δεν έδινε δεκάρα για κοινωνική απεύθυνση με όρους αναμόρφωσης. Ο Wilde έπαιζε με τους ανθρώπους, επιζητούσε ατελείωτα πάθη, αχαλίνωτες χαρές, μυστικές απολαύσεις και άγρια αμαρτήματα. Αυτό που τον καθήλωνε ήταν η λογοτεχνία και η μουσική. Μέσα στην γοητεία του έργου του υπάρχει ένα κέντρο, το οποίο παρά τις φυγόκεντρες τάσεις του, παραμένει κυρίαρχο. Η τέχνη για τον Ιρλανδό συγγραφέα δεν είναι μία μίμηση πράξεων που είναι ικανή να αναπαριστάνει τη ζωή και τους ανθρώπους· η ζωή είναι η ίδια τέχνη και εμείς είμαστε οι βασικοί ερμηνευτές, οι κεντρικοί παίκτες, οι πρωταρχικοί ρόλοι εντός αυτής της μεγάλης θεατρικής παράστασης. Η τέχνη αποτελεί αυτό που μας πραγματώνει, αυτό που μας διασώζει απ’ την νεκρωτική επιρροή της πεζότητας της καθημερινής εμπειρίας.
Η ιδέα αυτή μπορεί να φαντάζει εκ πρώτης όψεως απλοϊκή, το βάθος της όμως είναι τόσο μεγάλο, ώστε να προσφέρει μία πρόταση ερμηνείας, ένα εξηγητικό μοντέλο της καθημερινότητας του νεωτερικού υποκειμένου. Ο Wilde γκρέμισε τα όρια μεταξύ τέχνης και ζωής, ώστε να τα ενώσει εκ νέου. Τέτοιες ερμηνείες απορρέουν απ’ τις συμβουλές που δίνει ο Λόρδος Χένρυ στον Ντόριαν Γκρέι, όταν ο τελευταίος θρηνεί για την αυτοκτονία της αγαπημένης του Σιβύλλα Βέιν. Η αυτοκτονία ομοίαζε με θεατρικό δράμα, ήταν μία αξιοθαύμαστη καλλιτεχνική πράξη. Η τραγικότητα που την διέπει, το ευφάνταστο της εκτέλεσης, τα δάκρυα της Σιβύλα σε συνδυασμό με την κυνική σκληράδα του Ντόριαν, έδιναν μία θεσπέσια καλλιτεχνική νότα στην πεζότητα του κοινού βίου:
«Παρακολουθούμε τους εαυτούς μας και η μαγεία του θεάματος μας γοητεύει. Στη δική σου περίπτωση τι ακριβώς συνέβη; Κάποιος αυτοκτόνησε για την αγάπη σου. Πολύ θα το θελα να μου τύχαινε και μένα μία τέτοια εμπειρία. Θα μ’ έκανε ν’ ερωτευτώ τον έρωτα για όλη μου τη ζωή. Η Σιβύλλα Βέιν, Ντόριαν, δε θα ξαναγυρίσει ποτέ στη ζωή. Έπαιξε τον τελευταίο της ρόλο. Πρέπει να θεωρήσει τον μοναχικό θάνατο στο άθλιο καμαρίνι σαν ένα παράξενο, ζοφερό κομμάτι από κάποια Ιακωβιανή τραγωδία, σαν μία υπέροχη σκηνή από ’να έργο. Το κορίτσι δεν έζησε ποτέ πραγματικά και γι’ αυτό ο θάνατός της δεν είναι περισσότερο πραγματικός. Για σένα τουλάχιστον ήταν πάντα όνειρο, μία οπτασία που πεταλούδισε αόριστα μες απ’ τα έργα του Σαίξπηρ και τα ομόρφυνε με την παρουσία της, μία φλογέρα που έκανε τη μουσική του Σαίξπηρ να ηχήσει πιο πλούσια και πιο χαρούμενη. Τη στιγμή που άγγιξε την πραγματική ζωή την κατέστρεψε και καταστράφηκε και η ίδια.»[2]
Οι νουθεσίες του Χένρυ αποτελούν μέρος ενός εξαιρετικά προωθημένου προβληματισμού σχετικά με την ηθικότητα, την αισθητική και πώς αυτά τα δύο διαπλέκονται εντός της νοηματοδότησης του κοινού βίου. Όταν πρόκειται για συναισθήματα και όταν τα «ηθικά» επανορίζονται κατά τρόπο που εγκαταλείπονται οι παραδοσιακές αρετές του ανθρωπισμού και της δικαιοσύνης, τότε οι διαχωριστικές γραμμές είναι δύσκολο να χαραχθούν. Ίσως οι προφητείες του Wilde να επαληθευτούν πλήρως και κάποια στιγμή να έχουμε αυτοκτονίες, όπου η εξήγηση τους θα τελειώνει εκεί που αρχίζει η μαγεία της τέλεσής τους. Τα πράγματα όμως δεν είναι τόσο απλά. Η αποτίναξη οποιαδήποτε ηθικής δέσμευσης, η αφαίρεση όλων των λογοκρατούμενων αντιστάσεων, προς χάριν της αισθητικής πλήρωσης και της εξίσωσης ζωής και τέχνης, προϋποθέτει την συνεχή επαφή-αναμέτρηση του υποκειμένου με την οδύνη, τον θάνατο και οτιδήποτε σχετίζεται μ’ αυτά. Σε αυτή την περίπτωση, τίποτα δεν είναι αληθινό, ο Θεός δεν υφίσταται παρά μόνο ως η μεταφορική έννοια του συλλογικού φαντασιακού, επομένως, τη θέση του αναλαμβάνει το υποκείμενο και η τέχνη αποτελεί πεδίο πειραματισμού και απόδειξη της δόξας του μεγαλείου του. Απορρέει ένας ανίερος αισθητισμός. Σε αυτό ο Wilde μοιάζει πολύ με τον Nietzsche: ζωή και ηθική είναι ασύμβατες μεταξύ τους, αφού η ζωή βασίζεται στην φαινομενικότητα, σ’ ένα καλλιτεχνικό ψέμα. Σύμφωνα με τον Nietzsche, «η μείωση της εμπειρίας σ’ ένα άνευ υποκειμένου γίγνεσθαι δρομολογεί ταυτόχρονα και την αποσυγκρότηση της βασικής ενότητας του κόσμου σε εμφάσεις βουλήσεως, οι οποίες μετεξελισσόμενες σχηματίζουν κόσμους του φαντασιακού με αναφορές στον εαυτό τους, μέσα στους οποίους τα υποκείμενα δεν είναι τίποτε περισσότερο από εικόνες και καλλιτεχνικές προβολές.»[3] Ο δρόμος που προτείνουν οι δύο στοχαστές απαιτούν ένα συνεχές ξεπέρασμα του είναι, μία ισοπέδωση των ηθικών συμβάσεων της ζωής. Σε αυτό το πλαίσιο, η διολίσθηση που περιγράφω θα ήταν μια πορεία στο δρόμο της ειλικρίνειας και του αυτοκαθορισμού και όχι της παθητικότητας και του ετεροκαθορισμού. Η σκέψη του Wilde και του Nietzsche πρέπει να αποτελέσει ένα οδηγητικό νήμα για τους ανθρώπους που διαλέγουν αυτή τη πορεία, παρέχοντας όμως και την συνειδητοποίηση ότι ο δρόμος του “ανίερου αισθητισμού” απέχει μύρια μίλια απ’ παθητικότητα της ψευδοαισθητικής πλήρωσης της κοινωνίας του θεάματος που αναφέρω παραπάνω.
Ο άνθρωπος έχει αποξενωθεί από αξίες της πολιτικής και επίγνωσης των νόμων.Οι άνθρωποι ερμηνεύουν τον νόμο κατά βούληση ή απλά τον αγνοούν και αυτός μιλάει γι’ αυτούς χωρίς αυτούς. Ο νόμος δεν απορρέει πλέον από το έλλογο πράττειν του εκάστοτε υποκειμένου. Έχει χαραχθεί μία αγεφύρωτη απόσταση. Η ανειλικρίνεια του υποκειμένου απέναντι στο ίδιο του τον εαυτό και η αποξένωση του από κοινώς εννοούμενες αξίες και αγαθά φέρνει το φάντασμα της βαρβαρότητας σιμά του. Στην ουσία ο πραγματικός αντίπαλος της αισθητικής είναι η ηθική(βλ. παραπάνω). Όπως έχει δείξει ωραιότατα ο W. Benjamin- όταν αυτά τα δύο συγκρούονται και η τελευταία ερμηνεύεται μ’ όρους καλλιτεχνικής πράξης τότε η βαρβαρότητα και το φάντασμα της απολυταρχίας είναι κάτι περισσότερο από εμφανές. Ο άνθρωπος δεν αντιλαμβάνεται τον εαυτό ως ένα πολίτη, απαραίτητο γρανάζι ενός κοινωνικού συνόλου, αλλά περισσότερο ως ατομικό σκέπτεσθαι και πράττειν. Σε αυτή τη περίπτωση η αμφισβήτηση του όρου αλήθεια και ηθικότητα γίνεται κάτι παραπάνω από εμφανής.
Η αίσθησή μου είναι ότι ο κομπιουτερόπληκτος ανθρωπιστής του Twitter και του Facebook δεν μεριμνά για τους πρόσφυγες και δεν νοιάζεται για τους άστεγους που καλύπτονται απ’ τα χιόνια κατά τρόπον τουλάχιστον λειτουργικό. Ακόμη και αν νοιάζεται, οποιαδήποτε θεωρητική αναγγελία με αυτούς τους όρους και σε τέτοια συμφραζόμενα, αποδυναμώνει την βαθύτερη σημασιοδότηση της ίδιας της έννοιας. Αυτό που κάνει στη πραγματικότητα είναι να διαιωνίζει μία πολιτική οπτική προσλαμβανόμενη με όρους θεάματος, με προϋποθέσεις «μου αρέσει/ δεν μου αρέσει». Το ενδιαφέρον είναι ότι ακόμα και σε αυτή τη περίπτωση το «μου αρέσει» καταλαμβάνει πρώτη επιλογή σε σύγκριση με το «δεν μου αρέσει». Αυτό που κατά βάση ενδιαφέρει τον ανθρωπιστή του fb είναι να έχει μερίδιο στο ναρκισσιστικό κυνήγι, κοινώς να πάρει όσο περισσότερα like, ώστε να διασφαλιστεί η παρουσία του σε όσο το δυνατόν περισσότερους τοίχους · το κέντρο βάρους δηλαδή πέφτει στη ποσότητα, και όχι στη ποιότητα, στο θέαμα και όχι στη τέχνη, στην αισθητική ή καλύτερα στην ψευδό- αισθητική παρά στην πολιτική.
Ν.Σ.
*ο πίνακας Autumn canibalism είναι του S. Dali
[1] R. Barthes, Μυθολογίες-Μάθημα, μτφρ. Καίτη Χατζηδήμου, Αθήνα, Κέδρος, 2007.
[2] Oscar Wilde, Το πορτραίτο του Ντόριαν Γκρέι, μτφρ. Άρ. Αλεξάνδρου, Αθήνα, Γκοβόστης, [χ.χ.].
[3] Εύη Πετροπούλου, «Η πρόσληψη των ιδεών του Friedrich Nietzche στο έργο του Thomas Mann και του Νίκου Καζαντζάκη», Σύγκριση 10 (Νοέμβρ. 1999) 90.