«Τι θα γινόταν αν;»
– Δεν ξέρω
– Ούτε εγώ
***
Αναρωτιέμαι: «τι θα γινόταν αν;» και κατευθείαν βυθίζομαι στο πέλαγος μιας ατελούς παρουσίας, ενός θανάτου με ημίμετρα. Ο παρατατικός με εξουθενώνει ― όλα μοιάζουν ζωντανά κι όμως δεν κινούνται: στήνομαι, χαμογελώ, ποζάρω στον φακό σαν ανάμνηση, αναζητώ τον χαμένο χρόνο ― ξεχνώ όμως ότι δεν είμαι ο Προυστ. Θυμίζω τότε στον εαυτό μου ότι ο χρόνος δεν ξανακερδίζεται (κρατώ, ωστόσο, ορισμένες επιφυλάξεις ― θέλω, κατά βάθος, να γίνω ο Προυστ). Έπειτα, κοτσάρω ένα «θα», πλάι του ένα «αν» ― το πέλαγος γίνεται ποτάμι από σκατά. Κολυμπώ και με παίρνει το ρέμα ― δεν αποζητώ διέξοδο, δεν αντιστέκομαι, παραδίνομαι στα σκατά, στην οδύνη που προμηνύουν. Νιώθω ζωντανός παρ’ όλα αυτά, για αυτό και καταφάσκω στο παράλογο: παίρνω τ’ αεροπλάνο, ταξιδεύω Σεούλ-Νέα Υόρκη ― συναντώ τον παιδικό μου έρωτα (τελευταία φορά τον είδα πριν από 24 χρόνια). Δεν περιμένω τίποτα, δεν τρέφω ελπίδες (ίσως μονάχα λίγες), τότε τι διάολο γυρεύω εδώ; Με όσες δυνάμεις μ’ απομένουν ―ο παρατατικός με εξουθενώνει, οι αναμνήσεις με κομματιάζουν― παίζω την τύχη μου κορόνα-γράμματα: αντιμετωπίζω ό,τι με στοιχειώνει ―«τι-θα-γινόταν-αν»―, κατανικώ τον φόβο (έστω και αργά), διεκδικώ ένα ύστατο βλέμμα· συναινώ, κοντολογίς, στην ακραία βίωση της πληγής, πληγή που είναι ο ίδιος ο πόθος: το βλέμμα, το έσχατο βλέμμα, δωρεά και θυσία ― επιθυμία που συντρίβει. Και η συντριβή είναι όμως ένα κέρδος, απόλυτη παρουσία: είμαι εδώ, απαλλαγμένος από Παρατατικούς, υποθέσεις, μέλλοντες και τα ρέστα.―
20. Χ. ΄23.