Διαβάζω και ξαναδιαβάζω ενθουσιώδεις εντυπώσεις από την έκθεση με τα ζωγραφικά έργα του Νίκου Εγγονόπουλου στο Ίδρυμα Θεοχαράκη. «Σπουδαία», «αριστούργημα», «έκθεση-ωδή στον μεγάλο εικαστικό», «από τις ωραιότερες εκθέσεις της χρονιάς», και άλλα συναφή. Όχι ότι περίμενα κάτι διαφορετικό ― η τεχνοκριτική στην Ελλάδα πάει πλάι-πλάι με τον έπαινο, τον έπαινο τόσο του ίδιου του καλλιτέχνη, όσο και των διαφόρων θεσμών που καθιστούν εφικτά τέτοια event. Τα «γιατί» μιας τέτοιας στάσης είναι μια ωραία, πολύ ενδιαφέρουσα συζήτηση, την οποία θα πρέπει να βρεθεί επιτέλους κάποιος να την ξεκινήσει, να αναρωτηθεί ας πούμε τι στον διάολο συμβαίνει και άλλη κουβέντα δεν λέγεται πέρα από «σπουδαίο» και «αριστούργημα». Εγώ προσωπικά θα ήθελα πολύ είμαι αυτός ο «κάποιος» ― όχι μες το κατακαλόκαιρο όμως, έχει πολλή ζέστη. Και γράφοντας για τέτοια ερπετά ― συγγνώμη, για τέτοιους κριτικούς, δεν μπορείς παρά να φουντώνεις, να θυμώνεις, και ως εκ τούτου να ζεσταίνεσαι κι άλλο. Όπως και να ’χει, καταλαβαίνω ο Εγγονόπουλος να θεωρείται «σπουδαίος ζωγράφος»· καταλαβαίνω επίσης όσους πιστεύουν ότι το γούστο είναι κάτι το υποκειμενικό και ότι αν σε κάποιον του γουστάρει στους υπόλοιπους δεν πέφτει λόγος. Το πράγμα ωστόσο γίνεται πολύ προβληματικό όταν δεν υπάρχει ούτε ένας κριτικός, ούτε ένας ζωγράφος, ή ποιητής ―από τους τόσους που περάσανε και δεν έχασαν την ευκαιρία με κάθε τρόπο να το δείξουν― να μην υπάρχει, λοιπόν, ούτε ένας από αυτούς τους υποτίθεται ειδήμονες να πει μια τόση δα λεξούλα για τους κόκκινους (!!) τοίχους πάνω στους οποίους κρέμονται τα έργα του Εγγονόπουλου. Αναρωτιέμαι βάσει ποιας ―δεν θα πω λογικής― αντίληψης για την τέχνη ο επιμελητής της έκθεσης Τάκης Μαυρωτάς συμφώνησε, ή επέμεινε, ή αγνόησε το γεγονός ότι οι πίνακες με τα έντονα, εκτυφλωτικά χρώματα της ζωγραφικής του Εγγονόπουλου ευνοούνται από τους κόκκινους ικανούς να προκαλέσουν επιληψία τοίχους του Ιδρύματος Θεοχαράκη; Ή το γεγονός ότι σε κάποιους πίνακες έπεφτε το φως με τέτοιο τρόπο ώστε οι φιγούρες να θαμπώνουν εξαιτίας του; Μήπως γιατί το θάμπωμα ευνοεί τις σκέψεις του Μαυρωτά ότι ο Εγγονόπουλος κινείται «από το όνειρο στον μύθο και από την πραγματικότητα στη φαντασίωση»; Κενά σημαίνοντα χωρίς σημαινόμενα ― ή, πώς να μιλάς χωρίς να τίποτα να λες. Σε κάθε περίπτωση, αν ο Μαυρωτάς είναι εντάξει με όλα αυτά, ok, αλλά όλοι όσοι περνάνε από την έκθεση, τυφλοί είναι, μουγκάθηκαν, πώς και δεν μιλούν ενώ κατά τα άλλα είναι λαλίστατοι; Κλείνω με μια σκέψη: όπως και για να απολαύσει κανείς ένα βιβλίο δεν μετράει μόνο η μορφή και το περιεχόμενο αλλά και η τυποτεχνική του φροντίδα (στοίχιση, εξώφυλλο, βιβλιοδεσία), έτσι και σε μια έκθεση ζωγραφικής δεν αξίζουν μονάχα τα έργα αλλά και ο χώρος που φιλοξενεί τα έργα, χώρος ικανός άλλοτε να ωφελεί την έκθεση, και άλλοτε να την υπονομεύει, να τις βάζει τρικλοποδιές ― σαν τις τρικλοποδιές βάλαν στον ζωγράφο Νίκο Εγγονόπουλο, και, φυσικά σε μας τους ίδιους τους θεατές.