Υπάρχουν καλλιτέχνες και καλλιτέχνες. Καλλιτέχνες του δρόμου, του καφενείου, ή της μπάρας: πιστοί υπηρέτες του «ό,τι βρέξει ας κατεβάσει» γράφουν στίχους σε πακέτα από τσιγάρα, κουρελόχαρτα, χαρτοπετσέτες. Υπάρχουν και οι καλλιτέχνες του σπιτιού, το “μέσα” γίνεται το δικό τους “έξω”: κλείνονται στους τέσσερις τοίχους, και τρών τα σωθικά τους: γράφουν, σβήνουν, τσαλακώνουν – κάτι πρέπει να βγει, έστω μια αράδα, και πράγματι όλο και κάτι θα βγει. Υπάρχει όμως και μια άλλη διάκριση, πιο καλή, τη δανείζομαι από έναν φίλο*: ο καλλιτέχνης τουαλέτας και ο καλλιτέχνης με το κουστούμι. Ο καλλιτέχνης της τουαλέτας γράφει μόλις τον πιάσει κόψιμο ― τίποτα προδιαγεγραμμένο, τίποτα προαποφασισμένο και γενικώς, τίποτα «προ», το έργο σκάει αιφνιδιαστικά, προκύπτει κατόπιν οργανικής ανάγκης, έσω αιτήματος, αν δεν υπακούσεις, αν δεν τρέξεις γρήγορα στην τουαλέτα, πονάς, υποφέρεις. Στον καλλιτέχνη με κουστούμι το πράγμα δεν πάει έτσι: το πρωί σηκώνεται με ξυπνητήρι, πλένει δόντια, πρόσωπο, σκουπίζεται προσεκτικά· φτιάχνει έπειτα καφέ, ετοιμάζει δυναμωτικό πρωινό. Το τρώει. Κοιτάζει το ρολόι του και πάει στην ντουλάπα, διαλέγει το κατάλληλο πουκάμισο ― ασφαλώς και είναι σιδερωμένο, έχει ήδη μεριμνήσει. Στη συνέχεια κάθεται στο γραφείο, το ξεσκονίζει καλά, το απολυμαίνει, και κατόπιν αρχίζει να γράφει. Ο καλλιτέχνης αυτός είναι ο καλλιτέχνης του «ήδη»: ξέρει καλά τι κάνει τη στιγμή που το κάνει, αφού η εργασία έχει ήδη γίνει, η πορεία είναι προδιαγεγραμμένη, οι εκτροπές από το σχέδιο ελάχιστες, το γραφείο πάντα καθαρό.
***
Ο Γ. Ναξάκης είναι κλασική περίπτωση καλλιτέχνη τουαλέτας. Και ας βάζει κάνα πουκάμισο πότε-πότε ― υπάρχει ωστόσο μια διαφορά, ουσιώδης: δεν το σιδερώνει ποτέ από πριν, το φοράει και στρώνει πάνω του. Έτσι συμβαίνει και με τις δημιουργίες του. Η καλλιτεχνική εμπειρία θα πάρει τη μορφή της επιτακτικότητας με την οποία το κόψιμο μας στέλνει γρήγορα στην τουαλέτα. Αυτός το μόνο που κάνει είναι να ανάψει τσιγάρο, να πιει λίγο καφέ ή να φάει καμιά τυρόπιτα, ώστε να διευκολύνει το κόψιμο, την ανάγκη της τουαλέτας. Τα Αμφίβια (βλ. εδώ: https://www.amfivia.gr), του φίλου μου του Γ. Ναξάκη, δεν προέκυψαν με τη νηφαλιότητα ενός κουστουμαρισμένου ποιητή/τραγουδοποιού που τα είχε όλα προβλέψει. Δεν είναι το αποτέλεσμα μιας “καθαρής”, ασυμπτωματικής διανοητικής εργασίας ― αντιθέτως, προϋποθέτει το σώμα, δηλαδή το σύμπτωμα, άρα και τον πόνο, πόνος που γεννάει όμως και τις δυνατότητες σωτηρίας: το έργο ― τα ποιήματα, και τα τραγούδια που απαρτίζουν τα Αμφίβια, ένας κόσμος γεμάτος νοσταλγία, ο κόσμος μιας αγέραστης ομορφιάς που μας ανήκει.
ΝΣ
*ο φίλος είναι ο ποιητής Θανάσης Γαλανάκης.