Για τα «καλύτερα βιβλία της χρονιάς»

Για τα «καλύτερα βιβλία της χρονιάς»

Αυτές τις μέρες, λίγο πριν εκπνεύσει η χρονιά, ένας κλάδος που έχει την τιμητική του είναι οι κριτικοί λογοτεχνίας, δηλαδή οι δημοσιογράφοι. Σορός οι αναρτήσεις και τ’ άρθρα για τα «καλύτερα βιβλία της χρονιάς». Αυτή η καραμέλα ―«το καλύτερο βιβλίο της χρονιάς»― που χρόνια τώρα την ακούμε δίχως να χαμπαριάζουμε πόσο μαλακισμένη διατύπωση είναι, γεννά ένα κάρο ερωτήματα, αυτονόητα ερωτήματα που ποτέ κανείς δεν τα θέτει ― το πιο απλό: τι σημαίνει «καλύτερο βιβλίο της χρονιάς»; Ποιο κριτήριο αντικειμενικό, άρα και μετρήσιμο, καθιστά το βιβλίο «καλύτερο» από κάποια άλλα; Ποια ανάγκη μας ωθεί να αναζητάμε «τα καλύτερα βιβλία» και όχι απλώς «τα καλά»; Ποιος αποφασίζει και στο όνομα ποιανού για τα «καλύτερα βιβλία της χρονιάς»; Γιατί πάντα αναζητούμε ένα αντιπαράδειγμα για να ορίσουμε το παράδειγμα (αφού το «καλύτερο» προϋποθέτει άλλα βιβλία που δεν είναι καλά); Πώς, αλήθεια, μετριέται η αισθητική απόλαυση;
Τέτοιου είδους ερωτήματα δεν συνεπάγονται, ωστόσο, ότι το λογοτεχνικό βιβλίο ντε και καλά ανήκει στις κορυφές της πνευματικής μας διανόησης ― αν μάλιστα το καλοσκεφτούμε, ένα βιβλίο δεν διαφέρει και τόσο τελικά από ένα σαμπουάν: καταναλωτικά προϊόντα και τα δύο, διαφημιζόμενα, συχνά σε τιμή ευκαιρίας, αναζητούν αμφότερα αγοραστή. Από τον 19ο αιώνα τα λέει ο Μπένγιαμιν και έχει δίκιο: «Ο Μπωντλέρ πάει στην αγορά ως πλάνης (flâneur), τάχα μου για να την παρατηρήσει, στην πραγματικότητα όμως για να βρει αγοραστή». Το ζήτημα είναι τι κάνει ο καλλιτέχνης για να βρει αγοραστή. Και όχι μόνο ο καλλιτέχνης, αλλά και το τριγύρω συνάφι. Δεν είναι το ίδιο π.χ. να γράφω, «τα καλύτερα βιβλία της χρονιάς από τη LIFO» και «10 βιβλιοπροτάσεις από τη LIFO».
Στην πρώτη φράση μιλάω με όρους επίδοσης ― θέλω να προσπεράσω τους άλλους, να φαν τη σκόνη μου, εκείνο που με μέλει είναι ο πρωταθλητισμός. Η δεύτερη φράση είναι πιο ταπεινή, χωράει αμφισβήτηση, συνυπάρχει και διαλέγεται ― εδώ δεν με κόφτει ο πρωταθλητισμός, η άθληση κι από μόνη της αρκεί. Και νά που προκύπτει μια διαφορά ανάμεσα στο σαμπουάν και το λογοτεχνικό βιβλίο: το σαμπουάν αν δεν μου φύγει η πιτυρίδα, αν δεν προσφέρει στα μαλλιά τη λάμψη που μου υπόσχεται, σπεύδω να τ’ αλλάξω ― το βέλτιστο αποτέλεσμα ειν’ το ζητούμενο· το βιβλίο, από την άλλη, και να αφήσει λίγη πιτυρίδα, δεν πειράζει, θα την αντέξω, το ίδιο και με τη λάμψη ― αν μάλιστα την χάσω ίσως να ’ναι και καλύτερα, για να την αναζητήσω μάλλον πως θα βάλω μπρος όλες μου τις δυνάμεις.
*ΝΣ
**εικόνα: J.C. Leyendecker, New Year’s Baby (Cleaning Up) (1915).

Author

Οι φίλοι μου σαλιγκραφείς συχνά μου λένε ότι μοιάζω με γυναίκα· θα 'λεγα ότι βρίσκω ένα κάποιο ενδιαφέρον σε αυτή την αοριστία. Ο σκύλος μου απ' την άλλη, με κοροϊδεύει ότι είμαι αδέξιος και ενίοτε κοινωνικά απροσάρμοστος. Ίσως, γι' αυτό και όταν μιλάω κουνάω γρήγορα τα χέρια μου χτυπώντας καταλάθος τους διπλανούς μου. Η ευθύνη μου ως σαλιγκραφέας συνοψίζεται στο να λέω ψέμματα και να βάζω άνω τελείες· η άνω τελεία συμπυκνώνει την ποιητική μου θεωρία. Απ' την άλλη μισώ τα greeklish και τα μηχανάκια, ιδίως δε, όταν αυτά με προσπερνάνε από δεξιά. Η λογοτεχνία του 19ου αιώνα είναι η αγαπημένη μου.-