Κραυγή χαράς, κραυγή λύπης, κραυγή έκστασης, απόγνωσης, εξιλέωσης, κραυγή αγωνίας, κραυγή ανακούφισης. Ακροβατώντας σ’ ένα τεντωμένο σκοινί κάτω από το οποίο ο θάνατος και η ζωή βράζουν μέσα στο ίδιο καζάνι, ο κραυγάζων εαυτός εκρήγνυται και καταστάσεις εντελώς αντίθετες μεταξύ τους αυτομάτως συνυφαίνονται. Το ξέσπασμα δεν διαρκεί πολύ, είναι στιγμιαίο, ακαριαίο – σαν μια αιφνίδια ανάφλεξη. Για αυτό και τα πολλά λόγια είναι φτώχεια∙ όταν κάποιος κραυγάζει, οι λέξεις περισσεύουν, η σιωπή των ακροατών φαίνεται σαν μια έντιμη, αλληλέγγυα στάση – με άλλα λόγια, είναι σαν να ’χουμε καταπιεί τη γλώσσα μας. Το σάλιο επανέρχεται στο στόμα όταν η σεμνή τελετή λάβει παυσίλυπο τέλος. Σκέψεις και λόγια βρίσκονται εκ νέου στη θέση τους και ’μεις έτοιμοι ξανά να στοχαστούμε πάνω στην παράξενη αυτή συμπεριφορά.
Το τι προκαλεί την κραυγή είναι ένα ερώτημα∙ οι απαντήσεις φυσικά ανά περίπτωση ποικίλουν. Το μόνο βέβαιο είναι ότι ο κραυγάζων εαυτός εξανίσταται όταν το εκρηκτικό υλικό της εμπειρίας κάνει ασφυκτική την παρουσία του. Τότε μια μονάχα διέξοδος υπάρχει: η κραυγή – και ό,τι ήθελε προκύψει. Η κραυγή δεν είναι σαν ένα πιάτο έτοιμο που σερβίρεται ανά πάσα στιγμή. Στην πραγματικότητα, η κραυγή δεν προσφέρεται σε κανέναν, είναι αυστηρά προς ιδίαν χρήση. Όταν κραυγάζουμε δεν περιμένουμε να μας ακούσουν – πρόκειται για πράξη εκτόνωσης, μια πράξη καθαρά προσωπική, απολύτως αναγκαία, μη ανταλλάξιμη και, ως εκ τούτου, μη αναγώγιμη σε καμία άλλη περιοχή πέρα από την επικράτεια που η ίδια χαράζει. Βουτιά στο κενό; Ναι, αναμφισβήτητα. Πρόκειται όμως για βουτιά σωτήρια αφού το κενό αυτομάτως μπολιάζεται με νόημα.
Μπορεί ο κραυγάζων εαυτός να ξεσπά και να μην περιμένει ανταπόκριση ωστόσο όταν η κραυγή βρει ευήκοα ώτα τότε … με ένα σμπάρο δυο τρυγόνια. Είναι η σκηνή που παρακολουθήσαμε πριν από λίγες μέρες έξω από το εφετείο στη λεωφόρο Αλεξάνδρας. Εκεί έλαβε χώρα μια κραυγή που η ηχώ της, αρκετές μέρες μετά το ξέσπασμά της, κάνει τη χώρα ακόμα να αντιλαλεί. Η κραυγή δικαίωσης της Μάγδας Φύσσα ήταν το μεγαλύτερο κέρδος στη Δίκη της Χρυσής Αυγής – η κραυγή της Μάγδας Φύσσα, θα λέγαμε, είναι ακριβώς εκείνο στο οποίο αξίζει κανείς να σταθεί στοχαζόμενος τη συγκεκριμένη υπόθεση. Όχι ότι οι πολιτικές εξελίξεις γύρω από την περιβόητη αυτή δίκη είναι άνευ σημασίας, το κάθε άλλο∙ δεν φαίνονται όμως να είναι τέτοιας έντασης ώστε να ανατρέψουν τη γερά εδραιωμένη εντύπωση ότι η πολιτική σκηνή στην Ελλάδα θυμίζει όλο και περισσότερο το κυκλικό παιχνίδι του σκύλου με την ουρά του.
Η κραυγή, ωστόσο, δεν λοξοδρομεί, δεν πλαστογραφεί, δεν κάνει μάταια γύρους πέριξ του εαυτού της – η έντασή της είναι τέτοια ώστε να παρασύρει στο διάβα της κάθε υπόνοια ότι αυτό που παρακολουθούμε είναι κάτι το απατηλό. Η κραυγή ως πράξη αντίστασης. Στην εποχή της μετανεωτερικότητας όπου οι «ιδεολογίες», τα «σύμβολα», η «αυτοθυσία» έχουν καταντήσει φράσεις κενές που δεν χρησιμεύουν σε τίποτα παραπάνω πέρα από το να αναπαράγουν τον ίδιο τους τον εαυτό με επακόλουθη συνέπεια την απονέκρωση και του τελευταίου ψήγματος περιεχομένου που τους είχε απομείνει, παρακολουθούμε – καλύτερα, θαυμάζουμε την ανάδυση ενός ξεχασμένου προτύπου, την εμφάνιση ενός λησμονημένου εαυτού, ο οποίος αναβαπτίζει έννοιες νεκρές αποδίδοντάς τους ένα νόημα ολότελα ξεχασμένο. Η Μάγδα Φύσσα μετουσίωσε το προσωπικό πένθος για την απώλεια του δολοφονημένου παιδιού της στον αγώνα για δικαίωση όλων εκείνων που έχουν πληγεί από την ανάδυση αυτού του βρωμερού σιναφιού. Και η πληγή αυτή δεν περιορίζεται σε σωματική βλάβη – είναι σαν ένα δηλητήριο που μιαίνει την πίστη μας στις λέξεις, την πεποίθησή μας ότι ο Λόγος πράγματι σημαίνει. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, η πληγή γιατρεύτηκε πριν κακοφορμίσει. Η Μάγδα Φύσσα και οι άνθρωποι που αγωνίστηκαν μαζί με εκείνη δεν αποσκοπούσαν στη «νίκη της Δημοκρατίας» ή στην «οριστική ήττα του φασισμού» –αυτές είναι διατυπώσεις κίβδηλες που αποκτούν την ισχύ τους μέσω εκείνου που κρύβουν, μέσω δηλαδή της απόκρυψης–, αλλά πολύ περισσότερο διεκδίκησαν το δικαίωμα να μιλάμε.
Πιθανότατα, οι καταδικασθέντες να βγουν σύντομα από τη φυλακή – ίσως μάλιστα να μην μπουν και ποτέ. Αντίστοιχα, το κοπάδι που τους στήριζε θα συνεχίσει να ευλογεί –όχι τους ίδιους, θα ήταν πράξη ανέντιμη και ανειλικρινής–, αλλά την πολιτική και την ιδεολογική μήτρα, η οποία τους ξεπέταξε. Αναπόφευκτα πολλοί θα αναρωτηθούν, «τότε ποιο το νόημα σε όλο αυτό;» Το νόημα έγκειται ακριβώς στην κραυγή, σε αυτή την παροντική εκτόνωση που συμβολοποιεί τον αγώνα του ενός για χάρη των πολλών∙ πρόκειται για μια δικαίωση που εγγράφεται στην αναγέννηση των λέξεων: λέξεις που φαίνονταν οριστικά νεκρές ανασταίνονται και δίνουν ελπίδα ότι μπορούμε ακόμα να μιλάμε για «αυτοθυσία» και «κοινό καλό» δίχως να μας παίρνουν με τις πέτρες. Εκεί έγκειται ακριβώς το κέρδος∙ και είναι πράγματι σπουδαίο.
Ν.Σ.
*Πίνακας: Nicolas Poussin, Le Massacre des Innocents [Η Σφαγή των Αθώων], 1625-1632.