Απέναντι σε μια κατάσταση που επιβάλλεται πρέπει να βρω το κατάλληλο γλωσσάρι. Λέω ότι «είμαι ευτυχισμένος» ― τι εννοώ; Μάλλον ότι είμαι ξέγνοιαστος, ανάλαφρος, δικαιωμένος για τις επιλογές μου ― πριν κλείσω τα μάτια ήδη ονειρεύομαι εκείνο που θα ξημερώσει· σηκώνομαι από το κρεβάτι, μπαίνω στον πειρασμό να χαμογελάσω ― δίχως προφανή λόγο, χωρίς συγκεκριμένη αιτία. Ο κόσμος είναι εδώ για μένα, πάντα φιλικός και φιλόξενος ― έμπλεος ανυπομονησίας, δεν έχω παρά να τρέξω προς τα ’κει. Πώς επικοινωνείται ωστόσο η χαρά, πώς μιλάω για την ευτυχία; Όταν είμαι ευτυχισμένος, αδιάφορο αν το εκδηλώνω ή όχι, υπάρχει μια στιγμή έκρηξης, αιφνίδιας ανάφλεξης ―ένα ουρλιαχτό, ένα γέλιο παρατεταμένο, μια έντονη κίνηση με τα χέρια― ξεσπώ, και έπειτα συνεχίζω τη ζωή, προχωράω με το κεφάλι ψηλά αναζητώντας μια νέα επιθυμία που σύντομα θα σχηματιστεί. Όσο ευτυχισμένος όμως κι αν νιώθω, αν καταμεσής της νύχτας τηλεφωνήσω στη φίλη μου την Αναστασία και της πω «αχ, Αναστασία, είμαι τόοοσο ευτυχισμένος!», σίγουρα θα νομίζει πως τρελάθηκα. Αντίθετα, αν ξυπνήσω μέσα στο βράδυ και κλαίγοντας της απευθυνθώ, θα μ’ ακούσει με υπομονή ― θα με συμβουλέψει, και όπως μόνο εκείνη ξέρει θα μου συμπαρασταθεί.
Καμία συμπαράσταση δεν χωρά στην ευτυχία ― το στοίχημα το κέρδισα, ποιος ο λόγος να το επικοινωνήσω; Αντίθετα με την ευτυχία, ο πόνος γνωρίζει άλλες εντάσεις: πονάω και πλημμυρίζει η ύπαρξή μου, για μέρες δεν μπορώ να πάρω ανάσα. Ένας κόμπος στον λαιμό δυσκολεύει την κατάποση, η πεπτική μου λειτουργία είναι εύθραυστη, ο ύπνος ταραγμένος. Δεν είμαι παρά ένα κομμάτι σάρκας ― ένα σώμα δίχως πρόσωπο ξάγρυπνο στην απελπισία. Ο κόσμος έχει αδειάσει από νόημα, και εγώ δεν ανήκω πουθενά ― πουθενά, πέρα από το αντικείμενο της απώλειάς μου. Γιατί «είμαι θλιμμένος» θα πει ότι κάτι έχω χάσει ―έναν άνθρωπο, τη γάτα ή τον σκύλο, μια πατρίδα― για καιρό θ’ ανήκω αποκλειστικά εκεί: στην απώλεια. Η οδύνη γίνεται το αιώνιο τώρα που μετατρέπει τις μέρες σε ένα απαράλλαχτο συνεχές, μια κατάσταση φρικτή που εμπεριέχει τα πάντα, επιβάλλεται στα πάντα. Η ευτυχία, από την άλλη, κάνει τις μέρες να διαφέρουν, κάθε αύριο κρύβει κάτι καινούργιο, μια νέα ευκαιρία εμφανίζεται εκεί που δεν το περιμένεις. Τις δύο αυτές καταστάσεις τις ενώνει ωστόσο ένα κοινό νήμα: η απώλεια της απεύθυνσης. Γιατί ακόμα και στη λύπη, όταν κατορθώνω τελικά με κόπο να εκφράσω το απερίγραπτο ―τα συναισθήματά μου―, όταν αναζητώ και τελικά βρίσκω πρόθυμους συνομιλητές, στο τέλος της ημέρας, εκεί που πάω να ξαπλώσω, δεν συναντώ παρά τη μοναξιά. Τη δική μου μοναξιά. Την απώλεια του άλλου, την απώλεια της δυνατότητας απεύθυνσης στον Άλλο ― και αυτό δεν το λες και λίγο πράμα, όταν μιλάω και δεν μου δίνει κανείς σημασία, όταν μιλάω και κανείς δεν υπάρχει να μ’ ακούσει, τι είμαι αν όχι νεκρός; Ακόμη χειρότερα ― στ’ ανάμεσο φθοράς κι αφθαρσίας[1]: ζωντανός μα κατά βάθος νεκρός ― θάνατος μ’ αναστολή.
ΝΣ
10. IV. ’23.
*φωτογραφία: Hako Yamasaki -Indigo poetry 1977.
[1] Οι πλαγιασμένες λέξεις είναι στοίχοι από το τραγούδι «Αυλίδα», των Κανονικών Παιδιών ― βλ. εδώ: https://www.youtube.com/watch?v=XYiodt0kaQA