Πάντα είχα ένα ζήτημα με τα πρόσωπα εξουσίας. Σκέφτομαι πως είναι απλά ένας διαφορετικός τρόπος να αποκαλούμε τους γονείς. Σαν να λέμε πως εμείς είμαστε πολύ μικροί, όχι τόσο ικανοί, όχι τόσο έμπειροι με την ενασχόληση με τις ζωές μας, οπότε τις αναθέτουμε σε κάποιον που ελπίζουμε να ξέρει καλύτερα.
Παίρνω το θάρρος να προχωρήσω σε μια γενίκευση για την οικονομία μιας συζήτησης που παραμένει πολύ καιρό ανοιχτή. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι στη νοοτροπία ενός ανθρώπου που μεγαλώνει στην Ελλάδα υπάρχει έντονα μια αίσθηση μη επάρκειας: «Έλα μωρέ έτσι είναι τα πράγματα», «τι να κάνεις, μη ζητάς πολλά». Εμένα, πάντως, αυτό μου φέρνει αμέσως στο μυαλό το παιδί που μαθαίνει να φοβάται να ζητήσει από τον γονιό παραπάνω. Ή, και να μη φοβάται να ζητήσει, σαν να γαλουχείται ότι δεν τα αξίζει. Και να τα ζητήσει δηλαδή και να τα πάρει, πάλι δε θα είναι δικά του γιατί δε θα νιώθει ότι τα αξίζει. Μπορεί βέβαια και όχι.
Με αφορμή τις εκλογές, αναρωτιέμαι τι διαδραματίζεται στην πραγματικότητα στη συμπεριφορά του Έλληνα. Και δεν αναφέρομαι μόνο στην εκλογική συμπεριφορά. Σε συνθήκες όπως στη γενοκτονία που συντελείται στην Παλαιστίνη, στις επαναπροωθήσεις και τους πνιγμούς προσφύγων και μεταναστών στο Αιγαίο, στη δολοφονία του Ζακ, σε κάθε γυναικοκτονία υπάρχει μία συγκεκριμένη δυναμική, ίσως υπάρχουν δύο θέσεις: κάποιος
ισχυρός και κάποιος αδύναμος. Δεν εννοώ ότι εξ ορισμού υπάρχουν αδύναμοι και ισχυροί, αλλά πως η κοινωνία είναι διαμορφωμένη έτσι ώστε να βάζει κάποιον στην εκάστοτε θέση. Για να το πω απλά: μεγαλώνουμε βλέποντας κάποιο άτομο να ασκεί βία και κάποιο άτομο να γίνεται ο αποδέκτης αυτής.
Ως πολίτες ίσως θα σκεφτόταν κανείς πως θα μπορούσε ανά πάσα στιγμή να βρεθεί στη θέση αυτού που θα υποστεί τη βία. Θα περιμέναμε δηλαδή μια ταύτιση με τον «αδύναμο» ως αποδοχή που προέρχεται από μια ρεαλιστική παραδοχή των ρόλων της κοινωνικής δυναμικής. Παρατηρούμε όμως καιρό φωνές που λένε «καλά κάνουν και τους «πνίγουν», χειροκροτήματα και ζητωκραυγές σε ομοφοβικό λόγο από δημόσια πρόσωπα, στις
ρητορικές του «για να την σκότωσε κάτι θα του έκανε». Διατηρώντας την αναλογία παιδιού-γονέα που αναφέρθηκε παραπάνω, μπορούμε να πούμε πως η συνθήκη αυτή θα μπορούσε να παραλληλιστεί με το εξής: ένας γονιός ασκεί βία στο παιδί του μπροστά στα αδέρφια του που κοιτάζουν.
Τι περιμένουμε από τα αδέρφια;
Α) Να υποστηρίξουν το παιδί που του ασκείται βία και να προσπαθήσουν να το προστατέψουν
Β) Να φοβηθούν και να μη μιλήσουν, να κρυφτούν σε μια γωνία και να ελπίσουν ότι δε θα συμβεί και σε εκείνα
Γ)Να υποστηρίξουν το γονέα που «για να το κάνει θα είχε κάποιο λόγο», «ξέρει καλύτερα», «έτσι γίνεται, τι να κάνουμε τώρα»
Πολλές σκέψεις στο γιατί πολλά άτομα επιλέγουν καταφανώς το Γ.
Τηρουμένης της συγκεκριμένης αναλογίας, πρέπει να υπογραμμίσω πως τους γονείς μας δεν τους διαλέγουμε. Και ίσως κάποια στιγμή, όπως και αν είναι δημιουργημένη η αναπαράστασή τους στο κεφάλι μας, έρχεται η απο-εξιδανίκευση του ρόλου τους.
Τους πολιτικούς μας όμως τους διαλέγουμε. Και είναι πραγματικά άξιο συζήτησης γιατί διαλέγουμε εκείνους που θα (μας) βρίσουν, θα (μας) χτυπήσουν, θα (μας) πουν απροκάλυπτα ψέματα. Και γιατί αντί να βοηθήσουμε τον διπλανό μας, τη διπλανή μας, παίρνουμε και το μέρος τους.
Μυρτώ Κουτσοδόντη