Η άνευ όρων εκθείαση του πολιτισμού είναι ένας χοντροκομμένος φιλιστινισμός, ενώ το να ασκούμε κριτική στον πολιτισμό αποτελεί το προαύλιο μιας κοινωνικής αμφισβήτησης.
του Alessio Ievolella
Μετάφραση: Saligari.net
Σε περιόδους κρίσης είθισται να θέτουμε ερωτήματα. Δυστυχώς, θέτουμε συστηματικά τα λάθος ερωτήματα, για να μην αναφερθούμε καν στις απαντήσεις… Έτσι, ένα από τα ερωτήματα που θέτουν πολλοί σε αυτή τη δύσκολη περίοδο των απαγορεύσεων και των περιορισμών είναι το κατά πόσο είναι ορθή η απόφαση της αναστολής λειτουργίας των «χώρων πολιτισμού», οι οποίοι είναι –απ’ ό,τι φαίνεται‒ τουλάχιστον εξίσου σημαντικοί με τα σούπερ μάρκετ. Η αυξανόμενη αγανάκτηση των φίλων της κουλτούρας εναντίον της υποτιθέμενης κατάργησης αυτής της τελευταίας δεν χρήζει περεταίρω εξήγησης. Η θέση τους μπορεί να συνοψιστεί ως εξής: «Η κυβέρνηση αξιώνει αυθαίρετα το δικαίωμα να αποφασίζει ότι ο πολιτισμός είναι περιττός ενώ, αντιθέτως, δεν μπορούμε να κάνουμε χωρίς αυτόν».
Ας αρχίσουμε θέτοντας δύο προκαταρκτικά ερωτήματα:
1) Για ποιον πολιτισμό μιλάμε;
2) Σε ποιους είναι απολύτως απαραίτητος ο πολιτισμός;
Σε ό,τι αφορά το πρώτο ερώτημα, είναι προφανές ότι αναφερόμαστε σε εκείνα τα πολιτιστικά προϊόντα η απόλαυση των οποίων απαιτεί τη φυσική μας παρουσία, όπως οι συναυλίες, ο κινηματογράφος, τα μουσεία, τα θέατρα, κ.λπ. Δεν λαμβάνονται όμως υπόψη όσα μπορούμε να απολαύσουμε από το σπίτι μας, όπως οι συναυλίες, ο κινηματογράφος, τα μουσεία, τα θέατρα, (τα βιβλία), κ.λπ. Ωστόσο, πάει καιρός που αυτός ο δεύτερος τρόπος πρόσληψης του πολιτισμού υπερτερεί του πρώτου, προς απογοήτευση των νοσταλγικών που δεν το αποδέχτηκαν ποτέ, και που εντέλει είναι οι ίδιοι που σήμερα παραπονιούνται για τον θάνατο της τέχνης…
Επομένως, απαντήθηκε και το δεύτερο ερώτημα! Πρόκειται για εκείνους που έχουν ανάγκη αυτού του είδους τον πολιτισμό: γι’ αυτούς που προτιμούν τα πράγματα «όπως ήταν πριν».
Η ένθερμη υπεράσπιση συγκεκριμένων τρόπων πολιτιστικής πρόσληψης αποτελεί το ανάλογο μιας διάκρισης ανάμεσα σε σοβαρή τέχνη και σε μια άλλη, χαμηλού επιπέδου, διασκέδαση: εκεί οφείλεται η επίμονη υπεράσπιση των χώρων πολιτισμού. Οπωσδήποτε, μπορεί σε ορισμένους να φαίνεται προφανές ότι η σοβαρή τέχνη, που επιβιώνει σε συγκεκριμένα περιβάλλοντα πρόσληψης (διότι στον υπολογιστή δεν είναι το ίδιο), δεν μπορεί να συγκριθεί με την απλή διασκέδαση. Ωστόσο, το να υπερασπιζόμαστε αυτή την άποψη καταντά μια καθαρά αντιδραστική λειτουργία, εφόσον δεν εξετάζουμε την κοινωνική σημασία της -απολύτως ρεαλιστικής‒διάκρισης ανάμεσα σε «υψηλή» και «χαμηλή» τέχνη.
Από την πλευρά της πολιτισμικής βιομηχανίας, μια σκηνοθεσία του Σαίξπηρ, μια έκθεση του Ραφαήλ και μια εκπομπή της Μπάρμπαρα ντ’ Ούρσο[1] στο Kανάλι 5 είναι ισότιμες, απλώς προσαρμόζονται και διαφημίζονται για ένα άλλο κοινό. Στην πραγματικότητα, η πολιτισμική βιομηχανία εξαπατά εξουδετερώνοντας το επαναστατικό δυναμικό της τέχνης, αποστειρώνοντάς το και παρουσιάζοντάς το ως τάδε ή δείνα περιεχόμενο.
Εξού κι ένας συγκριμένος τύπος τέχνης και πολιτισμού, που τείνει να αντιστέκεται στην επικρατούσα πραγμοποίηση, αναγκάστηκε να πάρει μορφές ακατανόητες για την πλειονότητα του κόσμου. Κι αυτό προκαλούσε ανέκαθεν αγανάκτηση: αρκεί να αναλογιστούμε την περιφρόνηση με την οποία αντιμετωπίζουμε γενικά την αποκαλούμενη μοντέρνα τέχνη, σε βάρος της οποίας προκρίνουμε ευχαρίστως άλλες, παλαιότερες μορφές τέχνης, παρόλο που έχουν απωλέσει την κοινωνική τους σημασία.
Έτσι, στερούμενη της άμεσης σχέσης της με την κοινωνία ‒που συνιστά την αλήθεια της‒ η λεγόμενη ανυψωμένη και φετιχοποιημένη τέχνη περιορίζεται αποκλειστικά στον εμπορευματικό της χαρακτήρα. Ο υψηλός και ο χαμηλός πολιτισμός συγκλίνουν στην ανταλλακτική τους αξία.
Γιατί είναι απαραίτητος ο πολιτισμός; Όσοι το υποστηρίζουν κατά κανόνα δεν το αιτιολογούν… Από την άλλη, όλοι ξέρουμε ότι δεν μπορούμε να χασομερήσουμε και πολύ με την τέχνη και τον πολιτισμό, αλλά μόνο τόσο όσο χρειάζεται ώστε να ανανεωθούμε μέχρι να επιστρέψουμε στη δουλειά.
Αυτό, εκφράζεται, από κοινωνική σκοπιά, στον διαχωρισμό δουλειάς – ψυχαγωγίας, που ενσταλάσσεται από το νηπιαγωγείο∙ από την άποψη της παραγωγής, στο ότι η πολιτιστική βιομηχανία υποτάσσεται σε όλες τις άλλες βιομηχανίες στις οποίες είναι λειτουργική· και, στην ευρέως διαδεδομένη φράση «ας σοβαρευτούμε τώρα».
Είναι λοιπόν παράλογο να κατηγορούμε την ιταλική κυβέρνηση ότι αποφάσισε να μη δώσει προτεραιότητα στον πολιτισμό. Στην πραγματικότητα, η κυβέρνηση δεν έχει αποφασίσει τίποτα.
Εδώ και καιρό, ο πολιτισμός διαδραματίζει έναν πολύ συγκεκριμένο ρόλο στην κοινωνική οικονομία. Όσοι δεν το συνειδητοποιούν ήταν πιθανώς πολύ απασχολημένοι με το να γιορτάζουν ασταμάτητα και αδιάκριτα.
Ως Κυριακή της ζωής (για να δανειστούμε μια έκφραση του Hegel που χρησιμοποιεί και ο Theodor W. Adorno στον οποίο η παρούσα προσέγγιση οφείλει πολλά), ο πολιτισμός καλωσορίζει προσωρινά τον εργαζόμενο σε ένα είδος παράλληλης διάστασης, διαχωρισμένης από τον συγκεκριμένο χαρακτήρα της παραγωγικής διαδικασίας, όπου και τον επαναφέρει στη συνέχεια, αφού έχει ενισχύει αυτόν τον τελευταίο.
Πρόκειται για τον «καταφατικό χαρακτήρα» του πολιτισμού που επιβεβαιώνει αυτό στο οποίο φαίνεται να αντιτίθεται.
Είναι παράδοξο επομένως, αλλά όλοι όσοι επιτίθενται στην κυβέρνηση υπερασπιζόμενοι τον πολιτισμό είναι στην πραγματικότητα οι μεγαλύτεροι εχθροί του πολιτισμού και οι πιο ένθερμοι υποστηρικτές του σημερινού status quo. Η άνευ όρων εκθείαση του πολιτισμού είναι ένας χοντροκομμένος φιλιστινισμός, ενώ το να ασκούμε κριτική στον πολιτισμό αποτελεί το προαύλιο μιας κοινωνικής αμφισβήτησης. Αλλά η σοβαρή σκέψη την οποία υπαγορεύουν οι περιστάσεις κρύβεται πίσω από την έμφαση που δίνεται στα πολιτικά λάθη και στην υποτιθέμενη έλλειψη πόρων. Και, εν μέσω της καταστροφής, μέσα σε ένα πλήθος απόψεων που δεν σχετίζονται με την πραγματικότητα των γεγονότων, οι υπέρμαχοι του πολιτισμού συσσωρεύτηκαν ήδη στη νεκρική πομπή…
Ας καθησυχαστούν, η αγαπημένη τους δεν θα πεθάνει ‒ τουλάχιστον όχι περισσότερο απ’ όσο είχε πεθάνει ήδη, καιρό τώρα! Τα ένδοξα μαυσωλεία θα ξανανοίξουν για χάρη της μεγαλύτερης απόλαυσης όλων των καταναλωτών της πολιτισμικής βιομηχανίας, των πλουσίων και των φτωχών –που εντέλει θα γίνουν πλουσιότεροι και φτωχότεροι αντίστοιχα– και όλα θα ξαναγίνουν όπως πριν. Το σημαντικό είναι ότι θα επιστρέψουμε στα θέατρα… Ζήτω ο πολιτισμός!
[1] Διάσημη ιταλίδα τηλεπερσόνα.