Le ciel est blue
Λέμε συχνά για το μεγαλείο της φύσης, για τις όμορφες εικόνες που μας χαρίζει, για τους θεσπέσιους ήχους και τις πλούσιες μυρωδιές της. Τίποτα όμως απ’ αυτά δεν μας δίδεται στην πραγματικότητα αν δεν το κάνουμε εμείς οι ίδιοι να υπάρχει ως τέτοιο. Τίποτα ετοιμοπαράδοτο. Απ’ αυτή την άποψη, η φύση ανήκει σε όλους και σε κανέναν. Υπάρχει εκεί για μας, αναπόδραστα – πάντα και παντού. Εδραιωμένη σε μια επικράτεια που δημιουργεί την εντύπωση ακινησίας, που προκαλεί μια αίσθηση στερεότητας, πότε ορατή-πότε αόρατη, προσφέρεται σε όλους, απλόχερα, αδιάκριτα, δημοκρατικά· την ίδια όμως στιγμή, διαρκώς τη σκαπουλάρει, ξεγλιστρά, διαφεύγει, αγνοεί τους πάντες – μας περιγελά. Κάποιος πρέπει να πετάξει το λάσο, να πιάσει τη φύση απ’ τον λαιμό, να την αιχμαλωτίσει, να τη δαμάσει, να τη φέρει στα δικά του μέτρα και σταθμά. Ως άλλος καουμπόι στην άγρια δύση, εμφανίζεται ο άνθρωπος. Σε διαφορετική περίπτωση, όπως γράφει ο Ουελμπέκ, τα πράγματα γίνονται ανεξέλεγκτα:
Είναι λάθος να νομίζουμε πως αν η φύση αφεθεί ανενόχλητη παράγει τίποτα υπέροχους δρυμούς, με ρωμαλέα δέντρα, αυτούς τους δρυμούς που τους έχουν συγκρίνει με καθεδρικούς, που έχουν γεννήσει επίσης θρησκευτικά συναισθήματα πανθεϊστικού τύπου· αν αφεθεί ανενόχλητη η φύση παράγει κατά κανόνα μόνο άμορφα συνονθυλεύματα, από φυτά ετερόκλητα και ως επί το πλείστον αρκετά άσχημα […] [1]
Όπως μια βουλωμένη βρύση θέλει τον υδραυλικό της (ή σε ήπιες περιπτώσεις απλά ένα τουμποφλό) ή ένας χαλασμένος θερμοσίφωνας τον ηλεκτρολόγο του, έτσι και η φύση για να λειτουργήσει θέλει τον άνθρωπό της. Έναν άνθρωπο έτοιμο να εκμεταλλευτεί τις άπειρες δυνατότητες που η φύση του προσφέρει. Αυτά τα «άμορφα συνονθυλεύματα», στα οποία αναφέρεται ο Ουελμπέκ, σημαίνουν ότι η φύση είναι σκατά χωρίς την τεχνογνωσία ενός όντος – εν προκειμένω, ενός ανθρώπινου όντος. Είτε μιλάμε για μια αισθητικής τάξεως ενατένιση είτε για τεχνική αξιοποίηση των προϊόντων της, η φύση πρέπει να μετασχηματιστεί· και αυτό συμβαίνει μόνο από εκείνο το κυρίαρχο, περιούσιο θηλαστικό που (μπορεί να) επεμβαίνει στη φύση κάνοντάς τη να λειτουργεί προς όφελός του.
Φυσικά εδώ μπορεί κανείς να αντιτείνει πολλά: το φαινόμενο του θερμοκηπίου, την κλιματική αλλαγή, το Τσέρνομπιλ, την αστικοποίηση, τις ατομικές βόμβες ή ακόμα και τη συμβολική μεταφορά όλων αυτών που βρίσκει στον μύθο του Φρανκενστάιν μια τέλεια εφαρμογή. Είναι δίκαια και ορθά όλα αυτά. Ωστόσο, δεν παύουν να αποτελούν καταχρήσεις μιας κατακτημένης και αδίκως παραγνωρισμένης αναγκαίας προϋπόθεσης: ότι η φύση εξαρτάται από μένα· είναι εκεί για μένα, χάρις σε μένα και μόνο για μένα. Ένας δίκαιος Θεός τη δημιούργησε για να τη διαφεντεύω εγώ – ο πιο προηγμένος, ο πιο προικισμένος θηρευτής της τροφικής αλυσίδας.
Αυτό το κάπως επηρμένο συμπέρασμα δεν συνεπάγεται βεβαίως ότι δεν πρέπει να σέβομαι τη χλωρίδα και την πανίδα, να κάνω ανακύκλωση, να παίρνω το αμάξι για να πάω στο περίπτερο που βρίσκεται απέναντι απ’ το σπίτι μου ή όποτε μου την καπνίσει να αρπάξω μια καραμπίνα και να θερίσω έναν έναν τους συνανθρώπους μου. Για την ακρίβεια, όχι ότι «δεν πρέπει» να τα κάνω όλα αυτά, ίσως κάποιες φορές και να πρέπει, ίσως κάποιες φορές να είναι και αναγκαίο· καλό είναι όμως να θυμούμαι πότε πότε ότι τέτοιες συμπεριφορές στρέφονται εναντίον της ίδιας της ουσίας της επίγειας ύπαρξης, της προϋπόθεσής της, δηλαδή της ύπαρξής μας. Ή, αλλιώς, όπως ίσως θα άρεσε στους φροϋδικούς, τέτοιες συμπεριφορές συνιστούν καταφανή παραδείγματα αυτοκαταστροφικών ροπών· ενορμήσεις θανάτου, οι οποίες ενυπάρχουν στο υποκείμενο, τον καθορίζουν, τον περιζώνουν οδηγώντας το να στρέφεται εναντίον του ίδιου του εαυτού του. Κοντολογίς, σκοτώνω αυτό που με κάνει να υπάρχω. Είναι προφανές ότι αυτή η εξήγηση δεν εξαντλεί το ζήτημα. Θα ξεμπερδέψω όμως με όλα αυτά παραδεχόμενος ότι πρόκειται για μια άλλη τεράστια συζήτηση – μια συζήτηση που εμπίπτει περισσότερο στις αναλύσεις επιμέρους παραμέτρων της πιο αμφίσημης και διφορούμενης έννοιας που έχει εφεύρει μέχρι σήμερα η ανθρώπινη σκέψη: της ηθικής. Βγάζω λοιπόν την ουρά μου απ’ έξω αναγνωρίζοντας ότι εδώ με απασχολούν άλλα πράγματα.
Με απασχολεί ο τρόπος με τον οποίο θα εκτιμήσω αυτά που γενναιόδωρα μου προσφέρονται. Το ηλιοβασίλεμα λόγου χάρη. Το ηλιοβασίλεμα με την κίτρινη, σπινθηροβόλα λάμψη του και τους πορτοκαλο-ρόζ ιριδίζοντες τόνους του· η δύση του ηλίου και οι αντικατοπτρισμοί του στη θάλασσα· το καθρέφτισμα του φάρου στο λιμάνι· η μυρωδιά του βρεγμένου χώματος· οι σκιές των βράχων σε νύχτα πανσέληνη· τα αρώματα των λουλουδιών και οι χρωματικοί τους συνδυασμοί· το βαθυπράσινο χρώμα των παραλιών της Κρήτης· η νεκρική ακαμψία και η χλωμάδα του αποθανόντος ανθρώπου· η αποφορά της μυρωδιάς του· ο οργασμός· το σημάδι απ’ το μαγιό· η άσπιλη παιδική ομορφιά της Αγγελίνας – πως εγώ θα εκτιμήσω αυτά τα “φυσικά” δώρα; Καλύτερα: πως εγώ θα οδηγήσω ένα ουδέτερο, απομαγεμένο φυσικό περιβάλλον που μου δίδεται με όρους εξωτερικότητας και πλήρως στερημένο νοήματος στην εμφάνισή του ως νόημα; Πώς θα απεγκλωβιστώ απ’ τα δεσμά της συνήθειας προσφέροντας την παρουσία μου σε παροντικές εκρήξεις; Με άλλα λόγια: πως θα μετατρέψω την γραμμική εξέλιξη της ένγχρονης εμπειρίας μου σε υπερχρονικές εκρηκτικές βιώσεις;
Χρειάζομαι όπλα, χρειάζομαι λαβές, έχω ανάγκη για εργαλεία ώστε να αφεθώ στο παρόν, να παραδοθώ στο ηλιοβασίλεμα, να με συνεπάρει η δύση του ηλίου, να εκτιμήσω τις μυρωδιές των δέντρων. Να ανασυγκροτήσω το νόημα που υπάρχει εμμενώς στα πράγματα γύρω μου. Δεν πρόκειται για διανοητική, γνωσιοκεντρική επεξεργασία παρά για ένα κάλεσμα προς τον πλήρη συντονισμό των αισθήσεων, προς την ενεργοποίηση σύνολης της ύπαρξης, δρόμο που μπορεί να διανύσει τόσο ένας μορφωμένος, περισπούδαστος άνθρωπος όσο και ένας χωρικός που δεν πάτησε ποτέ το ποδάρι του στο σχολειό. Αδιακρίτως. Προϋπόθεση: η άφεση· η συλλειτουργία των αισθήσεων· ο μετασχηματισμός του ορατού σε αόρατο και τανάπαλιν· η εκπαίδευση της όρασης και της μυρωδιάς· η έκθεση στην απεραντοσύνη των φυσικών ερεθισμάτων· η επαφή με το σώμα μας· ή, αλλιώς, εν είδει προσταγής: να δίνομαι ολόκληρος. Να ζήσω εξόριστος στον τόπο που με γέννησε και μ’ ανέθρεψε. Να επιδιώξω τη σχέση μέσα απ’ τη σχάση. Να αποκοπώ απ’ την φυσική τάξη των πραγμάτων ώστε να επιστρέψω εκ νέου σε αυτήν. Δριμύτερος.
Σε ό, τι ειπώθηκε, οι στοχασμοί του Leopardi στέκονται σαν σηματοδότες σε δρόμο ολισθηρό, βροχερό, διαλύουν το ομιχλώδες τοπίο ανοίγοντας το μονοπάτι για την ουσιαστική κατοίκηση στον κόσμο αυτό:
Στον ευφάνταστο και αισθαντικό άνθρωπο, που ζει -όπως κι εγώ πολύ καιρό έζησα- έχοντας άγρυπνες αδιάκοπα τις αισθήσεις και τη φαντασία του, ο κόσμος και τα αντικείμενα παρουσιάζονται σαν δισυπόστατα. Με τα μάτια βλέπει έναν πύργο, ένα τοπίο, με τ’ αυτιά του ακούει τον ήχο μιας καμπάνας και την ίδια στιγμή βλέπει με τη φαντασία του έναν αλλιώτικο πύργο, μιαν άλλη εξοχή, στην ακοή του αντηχεί διαφορετικά ο ήχος της καμπάνας. Μ’ αυτή τη δεύτερη υπόσταση των αντικειμένων συνδέονται η ομορφιά και η χάρη των πραγμάτων. Θλιβερή η ζωή του ανθρώπου· και όπως συνήθως έτσι είναι η ζωή, θλιβερή, του ανθρώπου που δεν βλέπει, δεν ακούει, δεν νιώθει παρά απλά αντικείμενα, όσα μοναχά τα μάτια, τ’ αυτιά και άλλες αισθήσεις αντιλαμβάνονται.[2]
Ν.Σ.
Σημειώσεις:
*εικόνα: φωτογραφία του Πρίγκιπα Κρίνου
[1] Ουελμπέκ Μ., Σεροτονίνη, (μετφρ.: Γιώργ. Καράμπελας), Αθήνα, Εστία, 2019.
[2] Leopardi G., Στοχασμοί, (εισ.-μετφρ.: Κατ. Βασιλικού), Αθήνα, Ροές, 2008. Απόσπασμα απ’ τους “Στοχασμούς” του Giacomo Leopardi, όπως αποδόθηκε απ’ τον ποιητή Ε.Χ. Γονατά στο ντοκιμαντέρ της Εύας Στεφανή «Επισκέψεις στο σπίτι του Ε.Χ. Γονατά».