// Μπλε κουβέρτα //
Λίγο πριν αποφασίσουμε πως το κορίτσι μας τελικά θα κοιμότανε στο χωλ —ακριβώς πίσω απ’ την πόρτα του σπιτιού—, προέκυψαν δεκάδες αστερίσκοι.
Αρχικά, στο σημείο αυτό γινόταν τρομερά ανήσυχη με όλα τα μπες-βγες μας: η ουρά μαστίγωνε το μαξιλάρι χαρωπά στο γύρνα και στο φευγιό σηκώνονταν τα αφτιά της δορυφόροι. Έπειτα εκεί, στο διάδρομο του χωλ, την χάναμε απ’ τα μάτια μας, αν είχαμε ξεμείνει στην κουζίνα· και στο σαλόνι είχαμε χρόνια άσπρο χαλί και το ‘χε μάθει, δεν πολυπατούσε. Τελοσπάντων, πολλά μας προβλημάτιζαν για το σημείο ανάπαυσης, δεύτερες σκέψεις, δισταγμοί. Μα πιο συχνά απ’ όλα υπολογίζαμε εκείνο το κενό, ανάμεσα στην πόρτα και το πάτωμα, που έμπαζε αέρα: τι θα γινότανε μ’ αυτό στα κρύα του χειμώνα; Ε, το τι ιδέες κατέβαζες δεν λέγεται. Ρε τι χαλάκια, τι μαξιλάρια, τι κουβερτάκια και προστατευτικά, με όλα επανδρώσαμε την σκυλοφωλιά της, μην κρυώσει, μην σκιαχτεί, προπάντων να μην πει πως δεν σκεφτήκαμε. Κι όταν ήρθε εν τέλει ο χειμώνας, έτσι φασκιωμένη όπως την βλέπαμε στη μπλε της την κουβέρτα, λέγαμε «να δεις που όλα καλά τα αναλύσαμε κι ο σκύλος είναι εντάξει».
Και πράγματι φαινόταν ευτυχής. Ζεστή και φαγωμένη, ευώδιαζε φρεσκάδα ωκεανού το σαββατόβραδο και, να σου πω, αν με ρωτάς, παρηγοριά (κατά το δυνατόν) παρείχαμε στους αποχωρισμούς της. Και πρώτος ντελάλης χρίστηκε για όλες τις αφίξεις· ζωή χαρισάμενη.
Γι’ αυτό κι εγώ απόψε ψάχνω μανιασμένα —στα πράγματά σου όλα τα παλιά— μήπως και βρω αυτή την γαμημένη μπλε κουβέρτα. Και τη δική μου πόρτα, μάνα, πια μπαλώσω. Μη φτάνει άλλο το κρύο κατά πάνω μου· από το σπίτι που μεγάλωσα, στο σπίτι που επιστρέφω.
*σόφι. λ
... περισσότεραλιγότερα