// Η τρύπα στον τοίχο //
Η τρύπα του απορροφητήρα στον τοίχο της κουζίνας ήταν μεγαλύτερη από τον σωλήνα. Τον χειμώνα έμπαζε κρύο. Ο κύριος Λάκης όμως δεν ήθελε να την κλείσει, έβρισκε πάντα μια δικαιολογία και το ανέβαλε. Οι επισκέψεις στο σπίτι βέβαια δεν σταματούσαν ποτέ, ούτε η γκρίνια που τις συνόδευε. Μπαινόβγαιναν συνεχώς διάφοροι κύριοι και κυρίες, με διαφορετικές φορεσιές αλλά κοινό παράπονο: γιατί δεν βουλώνει επιτέλους αυτήν την τρύπα!
Η κυρία Ευτυχία με το λεοπάρ φόρεμα συνήθιζε να κάνει κατακόρυφο για να αδειάζει στο πάτωμα τις σκέψεις που την βασάνιζαν, όμως στο σπίτι του κύριου Λάκη κρύωναν τα μπούτια της κι έτσι το πρόσωπό της σχημάτιζε στυφούς μορφασμούς. Ο κύριος Επαμεινώνδας με το παχύ μουστάκι, κρατούσε πάντα στο χέρι μια μπαγιάτικη τυρόπιτα, την οποία μασουλούσε εξαντλητικά αργά προκειμένου να μην τελειώσει ποτέ. Φώναζε ότι από την τρύπα μπαίνουν τιρκουάζ πετούμενα που κάθονται πάνω στη μύτη του και τσιμπολογούν τα ψίχουλα που μπλέκονται στο μουστάκι, αυτό όμως ήταν σίγουρα ψέματα γιατί η μύτη του ήταν τόσο μικρή που δεν χωρούσε να κάτσει ούτε ψύλλος. Η αλήθεια ήταν ότι κρύωνε γιατί είχε μόνο το άνω χείλος του προστατευμένο, το υπόλοιπο σώμα του έστεκε εκτεθειμένο σαν σπανός σκαντζόχοιρος. Δεν είχε άλλες τρίχες, ακόμα και το κρανίο του ήταν καραφλό. Ο κύριος Αγησίλαος με τα ψηλά φρύδια, που ήταν πάρα πολύ σπουδαγμένος, σήκωνε τα φρύδια του ακόμα ψηλότερα και έλεγε πως πρέπει να εγκλωβίζεις τη ζέστη ώστε να την κάνεις δική σου και να την χαρείς. Αν της αφήνεις διεξόδους, το παιχνίδι είναι χαμένο. Η κυρία Νταίζη, σύζυγος του κυρίου Αγησίλαου, κουνούσε επιδοκιμαστικά το κεφάλι από δίπλα. Βέβαια αυτό το έκανε κάθε φορά που ο κύριος Αγησίλαος έλεγε οτιδήποτε, οπότε η συγκεκριμένη επιδοκιμασία δεν έχει μεγάλη βαρύτητα στην ιστορία μας. Εκτός ίσως από τα βαριά, κρεμαστά σκουλαρίκια που φορούσε στα αφτιά. Κάθε φορά που κουνούσε το κεφάλι, χόρευαν σαν τρελά πέρα δώθε και το θέαμα είχε πολλή πλάκα.
Ο κύριος Λάκης τους παρακολουθούσε έναν έναν να μπαινοβγαίνουν σπίτι του και να του μιλούν για την τρύπα. Ένιωθε σαν να πρωταγωνιστεί σε ακίνητο ρόουντ μούβι. Εκείνος ήξερε ότι το μόνο πράγμα που μπορεί πραγματικά να σου ζεστάνει την καρδιά, είναι να σου φέρνουν καφέ όταν ξυπνάς. Όμως οι υπόλοιποι κύριοι και κυρίες πίνουν μόνο τσάι κι έτσι δεν ήταν δυνατόν να συμμεριστούν την οπτική του. Όλοι τους ασχολούνταν συνεχώς με το πώς δεν θα δραπετεύσει η ζέστη, αλλά κανείς με το πώς να προσκαλέσει τη δροσιά. Δεν υπήρχε κάποιος να τον καταλάβει, ούτε ένας με τη βεβαιότητα, ή έστω την ψευδαίσθηση, ότι το καλοκαίρι θα έρθει ξανά. Μια νύχτα μάλιστα, μαζεύτηκαν όλοι μαζί και άρχισαν να τον πιέζουν συλλογικά. Τότε ο κύριος Λάκης έκαψε ένα ένα όλα τα έπιπλα του σπιτιού για να τους ζεστάνει, κάτι που δεν ήταν καθόλου πρακτικό γιατί στο τέλος αναγκάστηκαν να στέκονται όρθιοι, αλλά σίγουρα χάρισε σε όλους τους κυρίους και τις κυρίες μια εντελώς ιδιαίτερη βραδιά, που είχαν να την διηγούνται ως τα βαθιά γεράματα.
Είναι πολύ δύσκολο να καταφέρνεις να κρατάς ανοιχτή μια τρύπα στον τοίχο μέσα στο καταχείμωνο. Πρέπει να παλεύεις συνεχώς κόντρα σε όλους τους κρυουλιάρηδες, κόντρα στον ίδιο σου τον θερμοστάτη. Το να την κλείσεις είναι πανεύκολο. Ανακατεύεις άμμο, νερό, τσιμέντο και ασβέστη, πιάνεις το μυστρί, την καλύπτεις και τέλος. Ενώ όταν την κρατάς ανοιχτή, όλοι τα βάζουν μαζί σου, σε χρίζουν υπεύθυνο για τα κρυοπαγήματα, τα φτερνίσματα και τις μύξες. Σε αφήνουν μόνο και ψάχνουν γιατρό να τους γράψει διάγνωση για να δικαιωθούν.
Η τρύπα στον τοίχο της κουζίνας έμπαζε κρύο τον χειμώνα, ο κύριος Λάκης όμως αρνιόταν πεισματικά να την κλείσει, έλεγε ότι το καλοκαίρι γίνεται δίοδος δροσιάς.
*κείμενο/φιλοξενία στο καβούκι: Φωτοπούλου Ελισάβετ
**εικόνα: από το φιλμ “Ρεβάνς” [1983] του Νίκου Βεργίτση
***Η ιστορία είναι εμπνευσμένη από τη ζωή του σκηνοθέτη Σταύρου Τσιώλη.
... περισσότεραλιγότερα