// αλεξανδρινοί λωτοί //
| κοινοπραξία |
φαντάζομαι να
χειρονομώ εμφατικά προς είδωλα από καιρό ξεχασμένα.
το σπίτι στην άκρη του δρόμου, δεν υπάρχει πια
αγριόχορτα έχουν φυτρώσει στα σπλάχνα του
οι γκρεμισμένοι τοίχοι πάλλονται από αθέατες μουσικές
τα ξεριζωμένα δέντρα μοσχοβολούν
παλεύω να εκδικηθώ με τη λησμονιά
Μάταιος Κόπος
ο κήπος φέρει τα ίχνη μας, κραυγές ουρανομήκεις
θωρώ στο στερνό κατώφλι όλα εκείνα,
τις ετεροχρονισμένες πρωτοχρονιές
τα λάθος ρολόγια που προσφέρουν τη στιγμιαία χαρά μίας αντίστροφης μέτρησης
τα ηχεία να τρίζουν
τις πόρτες και τα παράθυρα να βροντούν
όλοι μαζί, σα παιδία να χορεύουμε
να ηλεκτρίζονται οι μάλλινες κάλτσες στο χαλί τους χειμώνες
να καίγονται τα πέλματα στο μωσαϊκό τα καλοκαίρια.
Μητέρα, καταπίνεις ξανά βουβά τα ανθισμένα συρματοπλέγματα της καρδιάς σου
γοργά βαδίζεις, τη δική σου μητέρα λησμονάς
πλέκεις τα χέρια σου, ύστερα τρίβεις τα δάχτυλα σου σαν κάποιο καρύκευμα να θες να πασπαλίσεις προς τον ουρανό
αργαλειός τα άκρα σου τα άνω και τα κάτω
να μην προφτάσεις με το παρόν ν’ ανταμωθείς
γίνεσαι ορμητικό νερό, ποτάμι που κατρακυλά βίαια από τα βουνά
ακολουθώ την πορεία σου μέχρι να σε κάνω να αποκαλύψεις τα θραύσματα της δικής σου αλήθειας
μα εσύ επιμένεις να μπουκώνεις τον ειρμό και τον συνειρμό με αγάπη για τα παιδιά σου
καρυάτιδα, νησίδα και όρμος γίνεσαι
Μετατροπία (άνω τελεία) ·
Πατέρα σαν υψικάμινος φαντάζει η μορφή σου
πασχίζω να ξεφύγω απ’ τη σκιά της
η απόσταση που αποζητάς κόπασε
τρύπωσα στη μοναξιά σου,
κοινό μας κληροδότημα το γέλιο και το κλάμα
ένας γλυκόπικρος κλαυσίγελος, απόδειξη της συνενοχής μας .
Έξω αρχίζει να σουρουπώνει
(σκηνικό γνώριμο)
στρώνουμε το τραπέζι
ως συνήθως,
οι κινήσεις μας ιεροτελεστία φυσική, σχεδόν μηχανική
μιλάμε για τη δουλειά
έπειτα για μένα, για την πολιτική, για τον κόσμο
έπειτα καβγάς
η υπομονή πολυτέλεια περιττή στις συζητήσεις μας
«Λυπάμαι που γίνατε μεγάλοι,
που το χιόνι βλασφημάτε.
Μα περισσότερο, λυπάμαι εμένα
που βιάζομαι πολύ να μοιάσω σε σας,
να δείτε πως μεγάλωσα, να παρηγορηθείτε».
(Δεν) νοσταλγώ αυτές τις ξαφνικές και αυθαίρετες αγκαλιές
με τις αιχμηρές του απολήξεις
μονάχα το νανούρισμα, το γάλα που ‘γινε ελπίδα
πετάω στην αιθρία του θολωτού μου ονείρου ,στην τύρβη μίας πολύφωτης σιωπής
σποδός η ψυχή μου στο αιώνιο καμίνι της αγάπης σας
Ένα μοβ αγόρι κάποτε με ρώτησε τι είναι για μένα η οικογένεια
δεν απαντώ
ακροβατώ και τραμπαλίζομαι στο έχω και στο θα’θελα
ακόμα παλεύω να δεχθώ τα αντιθετικά και οξύμωρα σχήματα που συνυφαίνουν εμάς και τις αρχές μας
Γιατί οικογένεια είναι εκκίνηση νοητή
Αρχή νοήματος καινούργιου
Κοσμογονία στη χωροχρονική γραμμή της σύντομης ζωής μας
Ρίζα που απλώνεται από τα σπλάχνα και ξεχύνεται στο επέκεινα της σάρκας
Λέω την Αλήθεια λοξά
Σαν πλάσμα με φτερά και σαν παιδί
Να μην είναι θύελλα αισχρή
Ζεστή να μας κρατάει, ν’ αστράφτει σαν φως του δειλινού
Σε ξένα πελάγη σαν πουλί
Χτίζω οίκους νέους
Στο γένος δεν πίστεψα ποτέ.
*Ματρακούκα Ελευθερία Άννα/Στέργιος Τάκος
saligari.net/filoksenia/alexandrinoi-lotoi/
... περισσότεραλιγότερα