// Τρίλιζα //
Πήγα έβαψα τα μαλλιά μου. Πήρα κι ένα σκύλο να μην αυτοκτονήσω. Σηκώνομαι στις έξι το πρωί, κάθε πρωί, πάω τη Ρόζυ βόλτα, τη φοβισμένη-χαρούμενη βόλτα της. Είμαστε φοβισμένες κι οι δυο, στη βόλτα συναντάμε κανένα, ακολουθούμε την ίδια διαδρομή, στρίβουμε αριστερά στο τετράγωνο, διασχίζουμε την πλατεία σιωπηλές. Πίσω απ’ το άγαλμα, το στενό που οδηγεί στην παλιά Τρίλιζα. Στην Τρίλιζα, πολύ θυμωμένη κι έφηβη, είχα ρίξει άγριο φάσωμα με τον Γιαννάκη, του ‘χα σκίσει τα χείλια με τα δόντια, είχαμε πασαλειφτεί για τα καλά στα μούτρα με κόκκινο αλκαλικό αίμα, έκανε πως γούσταρε κι αυτός και δεν σταμάταγε. Όσο παρίστανε τον άγριο, εγώ καταλάβαινα πως ήτανε παρθένος. Η Τρίλιζα τώρα ρήμαξε. Στους ξεφτισμένους σοβάδες της γεννιούνται κάθε τόσο γατιά άρρωστα με τα πλευράκια ανάγλυφα, εκτεθειμένα, έτοιμα να σπάσουν, άρρωστα γατιά που βήχουν και κάνουν τη Ρόζυ να φοβάται ακόμα περισσότερο. Κάνουμε τον κύκλο και επιστρέφουμε στο ήσυχό μας σπίτι, και η Ρόζυ, φαίνεται τότε λίγο να χαίρεται με φοβισμένα μάτια πάντα και μελαγχολικά, ενώ τα κάνει μπροστά στην πυλωτή της πολυκατοικίας που με κόκκινο σπρέι γράφει *ΜΗΝ ΠΑΡΑΓΕΤΕ-ΜΗΝ ΑΝΑΠΑΡΑΓΕΣΤΕ.
*φράση από το βιβλίο της Maggie Nelson, «Οι αργοναύτες»
... περισσότεραλιγότερα