// 4 ποιήματα της Αθηνάς Αραπάκη //
Τοτέμ
Ένας φίλος σου σκοτώθηκε προχθές
Στην άκρη του δρόμου.
Δεν μυρίζει καλοκαίρι με τίποτα φέτος·
Στη γειτονιά,
Μας δείχνουν με το δάχτυλο.
Είμαστε
Το μόνο ζευγάρι
Που απέμεινε.
Μετά την κηδεία,
Κουρνιάζεις σαν παιδί
Ανάμεσα στα μπούτια μου.
Από το διπλανό διαμέρισμα
Ακούγεται σε livestreaming
Ο βομβαρδισμός
Της Ουκρανίας.
Πλέκω τα δάχτυλά μου στα μαλλιά σου.
Είναι δύσκολα
Τα χρόνια
Που διάλεξα να σ’ αγαπώ
Χωρίς τα μούσια
Μοιάζεις
Να μην έχεις περάσει
Τα τριάντα.
Αν είχες χαθεί εσύ
Σε κείνη την άκρη του δρόμου
Δεν θα’ χα προλάβει καν
Να σε γνωρίσω.
Σε βάζω να υποσχεθείς
Πως δεν θα ξανανέβεις ποτέ
Σε μηχανή
Δεν θα ξανά καπνίσεις
Δεν θα ξανά τυλίξεις
Άλλο σώμα στα σεντόνια σου
Πέρα από το δικό μου
Δεν υπόσχεσαι τίποτα·
Μονάχα μ’ αγαπάς
Σ’ ανασαίνω
Με ξεδιψάς.
Είναι δύσκολα
Τα χρόνια
Που διάλεξα να σ’ αγαπώ
Μα κάθε που σε κοιτώ
Φουντώνει μέσα μου η ανάγκη
Να πάμε
Τούτον τον κόσμο
Απ’ την άλλη.
*ο σύνδεσμος στα σχόλια
... περισσότεραλιγότερα
// Σοβαρές προβλέψεις για το νέο έτος //
Τώρα που πέρασε το πρώτο δεκαήμερο και πήραμε μια τζούρα επαρκή, ήρθε η ώρα για προβλέψεις που θα βγουν. Κάθε χρονιά η χρονιά μας αλλά φέτος θα συμβούν πράγματα αδιανόητα. Κατ’ αρχάς, προτού διαβάσετε το σημείωμα που ακολουθεί και προγραμματίσετε τα λάθη σας για τη χρονιά που έρχεται κατά πάνω μας, τσεκάρετε ότι έχετε κλειστό το θερμοσίφωνα.
Οι άνθρωποι με δυο μικρά ονόματα θα περάσουν ζωή και κότα σε αντίθεση με εκείνους με δύο επίθετα, οι οποίοι θα μετανιώσουν την ώρα και τη στιγμή που οι γονείς τους ήταν ΚΚΕ Εσωτερικού και, θέλοντας και μη, θα στραφούν στον πληρωμένο έρωτα ή στα σκληρά ζαχαρωτά. Όσες κι όσοι έχετε ένα όνομα κι ένα επίθετο, αν δεν έχετε βγάλει ακόμα καινούρια ταυτότητα, μην το κάνετε. Ούτως ή άλλως, πάντα διατηρούσατε αμφιβολίες για το ποιες στ’ αλήθεια είστε. Επιπροσθέτως, τον Ιούνιο θα ξεσπάσει ντόμινο επαναστάσεων στην ανατολική λεκάνη της γειτόνισσας από τον τρίτο και στη συμβολή Βαλκανίων και Μεσογείου δεν θα περνάνε πια τα κρατικά έγγραφα του παλαιού καθεστώτος. Άμα σκοπεύετε να παντρευτείτε και να κάνετε πολλά παιδιά, το 2025 προσφέρεται για να χωρίσετε και να ενισχύσετε τις μεθόδους αντισύλληψης που απεχθάνεστε. Όταν έρθει η ώρα να συμπληρώσετε το μηχανογραφικό σας, βάλτε πρώτη επιλογή την ανωτάτη εμπορική ή εκείνο το ΤΕΙ που σας έλεγε ο μπαμπάς σας πάση θυσία ν’ αποφύγετε.
Αν όλ’ αυτά σας φαίνονται ασυνάρτητα, σκεφτείτε πώς έχει κυλήσει η ζωή σας ως τα τώρα που τα κάνετε όλα λελογισμένα και σκεπτόμενα. Αν το ψυγείο σας είναι παλιό και κάνει θόρυβο, να του κάνετε απόψυξη κάθε φορά που ενθουσιάζεστε μ’ ένα καινούριο φλερτ. Θα χαλάσει μια κι έξω και θα αναγκαστείτε να πάρετε καινούριο. Να θυμάστε ότι κανένα βιβλίο αυτοβοήθειας δεν μπορεί να κάνει τη ζωή σας χειρότερη και αν σας έτυχε το φλουρί, δεν έχετε παρά να το ξοδέψετε πάραυτα. Το μέλλον τελειώνει, τα χάδια δε διαρκούν και δυστυχώς ή ευτυχώς στο τέλος της ημέρας είμαστε το πιο αναλώσιμο είδος του ως τώρα γνωστού κόσμου.
Ξοδευτείτε όσο είναι καιρός. Ο παράδεισος είναι sold out.
Διγ.
... περισσότεραλιγότερα
Τα μεγάλα ρολόγια στους τοίχους σταμάτησαν — κανείς δεν τα κουρντίζει·
κι αν κάποτε στέκομαι μπροστά τους, δεν είναι για να δω την ώρα,
μα το ίδιο μου το πρόσωπο, καθρεφτισμένο στο γυαλί τους,
περίεργα άσπρο, γύψινο, απαθές, σαν έξω απ’ το χρόνο,
ενώ στο σκοτεινό τους βάθος οι σταματημένοι δείχτες,
πίσω ακριβώς απ’ το είδωλό μου, είναι ένα ασάλευτο νυστέρι
που πια δεν έχει ν’ ανοίξει ένα τραύμα, δεν έχει
να μου αφαιρέσει τίποτα — φόβο ή ελπίδα, αναμονή κι αδημονία.
Αυτή η αργή αυστηρότητα πολλαπλασιάζει την απόσταση
από μένα σε μένα, απ’ τη μια κίνηση στην άλλη,
απ’ τη μια θύμηση στην άλλη. Ένας ολόκληρος μήνας θα χρειαστεί
να περάσεις απ’ το ’να δωμάτιο στ’ άλλο. Μια αόριστη ομίχλη
στέκεται ανάμεσα στα πάντα. Πολλές φορές, τα χειμωνιάτικα πρωινά,
κάθομαι εδώ, πίσω απ’ τα τζάμια και κοιτάω φιλικά την απόσταση· στο βάθος
τυχαίνει κάποιος να περνάει καμιά φορά, ατμισμένος,
μια απρόσωπη, άσαρκη κηλίδα — κι ούτε επιχειρείς να την προσδιορίσεις
ούτε σε νοιάζει πού θα πάει —εδώ ή εκεί— το ίδιο κάνει…
[ Γιάννης Ρίτσος, «Ισμήνη»: Τέταρτη Διάσταση, Αθήνα, Κέδρος, 1990].
... περισσότεραλιγότερα
// Σκονάκια, γόπες, προφυλακτικά //
Σκονάκια, γόπες, προφυλακτικά:
Να είσαι άνθρωπος θα πει Να μάθεις να μαζεύεις τα σκατά σου
(Όσο Ντελέζ και να διαβάσεις, μελισσούλα μου
Πάλι και πάλι θα κοιμάσαι μόνη)
Μ' όσους αράζω, εξάλλου,
Μόνοι κοιμούνται
Και παραγγέλνουν
Ανοίγουν την τηλεόραση να μην ακούσει ο ντελιβεράς
Τη μοναξιά τους
Όλο παραγγέλνουν οι φίλοι μου
Παπούτσια, βιβλία και σουβλάκια
Κι ύστερα παραλαμβάνουν
Κι ανακυκλώνουν τα περιτυλίγματα
(Όλα ανακυκλώνονται
Όλα είναι κύκλος)
Γόπες
Σκονάκια
Προφυλακτικά
Όλα είναι μέρος μιας διαδικασίας, εμπιστεύσου με
Μερικά όνειρα τρελά, όνειρα απατηλά
Ένα φτυαράκι που ξεχάστηκε στην άμμο
Ένας μεσήλιξ στο φανάρι που υποδεικνύει το πεταμένο αποτσίγαρό μου
Ήμουν αφηρημένη, κύριε, συγχωρέστε με
(Καργιόλη το επόμενο θα το πετάξω στη θάλασσα)
Να είσαι άνθρωπος θα πει να μάθεις πώς να θάβεις τα σκατά σου
Σκονάκια
Γόπες
Προφυλακτικά
*του πρίγκιπα κρίνου
... περισσότεραλιγότερα
Καλή χρονιά!
Σαν περίπατος.
*Ελένη Κίρκη
[Δαγκώματα, εκδ. Ενύπνιο (2022)]
... περισσότεραλιγότερα
// Τον πήρανε τον κάδο //
Πήραν τον κάδο σήμερα
δεν έχουμε σκουπίδια πια
ο Δήμος μπορεί να τον αντικαταστήσει
τον πήρανε τον κάδο
οι γείτονες στο μπαλκόνι τώρα
καπνίζουν ήσυχοι
χωρίς σκουπίδια
χώρος για πάρκινγκ
καινούριος χώρος
να ατενίζουν το κενό
οι γείτονες
χωρίς σκουπίδια
ήσυχοι
να πίνουν τον καφέ τη λεμονάδα
—σαν τότε—
ασφαλείς
χωρίς φόβο
δεν έχουμε σκουπίδια πια
τον πήρανε τον κάδο
θα φέρουν άλλο βέβαια
ποιος ξέρει;
*του Φωκά
... περισσότεραλιγότερα
//Θα `ρθει ο καιρός που θα σπάσω την πόρτα
Κι η καρδιά μου στο φως θα χιμήξει
Θα φύγω μακριά
Θα πετάξω ψηλά
Θα πετάω σ’ ασύλληπτα ύψη
Και τότε πια δεν μπορεί
Αυτή η φτηνή
Αυτή η χλωμή
Η τιποτένια μου θλίψη
Θα μείνει ορφανή
Θα γυρνάει σαν τρελή
Θα ζητάει να με βρει
Και δε θα με βρίσκει
Κι ούτε πρόκειται ελπίζω ποτέ να μου λείψει
Και δεν πρόκειται ελπίζω ποτέ να μου λείψει//
... περισσότεραλιγότερα
// Λαμπάκι που αναβόσβησε και κάηκε //
Θυμάσαι τη μέρα που, ύστερ’ από δυο τρία χρόνια αυξανόμενων υποψιών, σου αποκαλύφθηκε ότι εν τέλει Άι-Βασίλης δεν υπάρχει. Μετά η ζωή σου αναδιατάχθηκε. Τίποτα δεν ήταν πλέον ίδιο. Η αποκάλυψη σηματοδότησε το τέλος της παιδικής σου ηλικίας. Πληγώθηκες, μα σταδιακά το διαχειρίστηκες. Ορθοπόδησες. Επένδυσες ελπίδες σε πρόσωπα υπαρκτά. Ξεκίνησες τους μπάφους και το αλκόλ. Σε θυμάμαι για χρόνια σε πλάνες και νεφέλες, μισοφτιαγμένη πάντα κι αγχωμένη, να λες ότι δεν έχει σημασία που δεν υπάρχει, ότι εσύ την είχες ψυλλιαστεί τη δουλειά πολύ νωρίτερα απ’ τους συμμαθητές σου.
Κύλησε η ζωή σου υποψιασμένη. Φιλόδοξη, μετρημένη, ορθολογίστρια, παρθένος κλασικός. Χρόνια ψυχανάλυσης, αποκωδικοποίησες ένα σωρό τραύματα. Τι κουβαλάς και τι πετάς από τα πρότερα και πώς τον ίδιο ρόλο παίζεις σ’ άλλους τόνους εσαεί. Άνοιξες χιντζ και βρήκες τον Βασίλη απ’ την Πετρούπολη, λαϊκό παιδί όπως σ’ άρεζε, φαναρτζής, έπινε μόνον Άμστελ, πούτσος ελάχιστα στραβός με κλίση προς τα πάνω, πουλί περήφανο, αυτοδημιούργητο. Ένα διάστημα η ζωή ήταν χαρισάμενη, γρήγορα τον σπίτωσες, σώγαμπρος στο τριάρι σου με θέα το Πεδίο. Ο Βασίλης, άνθρωπος απλός, τετράγωνος και μπεσαλής, δε σκάμπαζε τα δεύτερα και τρίτα επίπεδα που εσύ τον τσαμπουνούσες, Κατερίνα. Εμείς μια καλημέρα ανταλλάζαμε στη χάση και στη φέξη. Άκουγα τους καβγάδες σας απ’ τη μεσοτοιχία. Το βράδυ που τα βρόντηξε, παραμονή Χριστουγέννων βρήκε ο κερατάς, έβαλα κονιάκ και Διονυσίου διαπασών. Μα τω θεώ, τι ήθελα δεν ξέρω. Να σε συμπαρασταθώ λόγω που μαζί σου ταυτιζόμουν περισσότερο; Να σε φλερτάρω ιδιότροπα σε στιγμή αδυναμίας; Βρες εσύ άκρη. Όταν κλαμένη χτύπησες την πόρτα, χάρηκα, τι να πω. Δεν περίμενα να μου ανοιχτείς. Βόηθησε προφανώς και το κονιάκ.
Ο Άι-Βασίλης είναι συναισθηματικά μη διαθέσιμος.
Διγ.
... περισσότεραλιγότερα
*Καλά Χριστούγεννα είπαμε;
... περισσότεραλιγότερα
| Μιχάλης Γκανάς,«Χριστουγεννιάτικη ιστορία»: Ποιήματα 1978-2012, Μελάνι, Αθήνα 2013 |
Κάθεται μόνος
και καθαρίζει τ' όπλο του δίπλα στο τζάκι.
Κανείς δε θά 'ρθει και το ξέρει,
κλείσαν οι δρόμοι από το χιόνι, σαν πέρυσι,
σαν πρόπερσι, Χριστούγεννα και πάλι
και τα ποτά κρυώνουν στο ντουλάπι.
Το τσίπουρο στυφό, το ούζο γάλα
και το κρασί ραγίζει τα μπουκάλια.
Εκείνη τρία χρόνια πεθαμένη.
Κάθεται μόνος του δίπλα στο τζάκι,
δεν πίνει, δεν καπνίζει, δε μιλάει.
Στην τηλεόραση χιονίζει,
το στρώνει αργά στο πάτωμα και στο τραπέζι
και στις παλιές φωτογραφίες,
γνώριμα μάτια των νεκρών,
που τον κοιτάζουν απ' το μέλλον.
Εκείνη τρία χρόνια πεθαμένη
και μόνο το δικό της βλέμμα
έρχεται από τα περασμένα.
Κοντεύουνε μεσάνυχτα
και καθαρίζει τ' όπλο του απ' το πρωί.
Πώς να του πω «Καλά Χριστούγεννα»,
ευχές δε φθάνουν ώς εδώ,
δρόμοι κλεισμένοι, τηλέφωνα κομμένα,
η σκέψη αρπάζεται απ' το κλαδί της μνήμης,
μα να τρυπώσει δεν μπορεί στη μοναξιά του.
Μια μοναξιά που χτίστηκε σιγά σιγά
μ' όλα τα υλικά και δίχως λόγια.
Κοντεύουν ξημερώματα κι ακόμη
γυαλίζει τ' όπλο του δίπλα στο τζάκι
με αργές κινήσεις σα να το χαϊδεύει.
Μένει στα δάχτυλα το λάδι
αλλά το χάδι χάνεται.
Θυμάται κυνηγετικές σκηνές
με αγριογούρουνα και χιόνια ματωμένα,
πριν γίνει θήραμα κι ο ίδιος
στην μπούκα ενός κρυμμένου κυνηγού,
που τον παραμονεύει αθέατος
αφήνοντας να τον προδίδουν κάθε τόσο
πότε μια λάμψη κάννης,
πότε μια κίνηση στις κουμαριές
κι η μυρωδιά απ' το βαρύ καπνό του.
Ξέρει καλά ότι κρατάει
μακρύκανο παλιό μπροστογεμές
γεμάτο σκάγια και μπαρούτι μαύρο.
Όταν αποφασίσει να του ρίξει
δε θα προλάβει πάλι να τον δει
πίσω απ' το σύννεφο της ντουφεκιάς του.
Αν σκέφτεται στ' αλήθεια κάτι τέτοια,
και δεν τον τιμωρώ εγώ μ' αυτές τις σκέψεις,
πώς να πλαγιάσει και να κοιμηθεί.
Λέω να γίνω πατέρας του πατέρα μου,
ένας πατέρας που του έτυχε
σιωπηλό και δύστροπο παιδί,
και να του πω μια ιστορία
για να τον πάρει ο ύπνος.
Ύπνε που παίρνεις τα παιδιά πάρε και τον πατέρα...
Ύπνε που παίρνεις τα παιδιά
πάρε και τον πατέρα· απ' τις μασχάλες πιάσ' τονε
σα να 'ταν λαβωμένος. Όπου πηγαίνεις τα παιδιά
εκεί περπάτησέ τον, με το βαρύ αμπέχωνο
στις πλάτες του ν' αχνίζει.
Δώσ' του κι ένα καλό σκυλί
και τους παλιούς του φίλους, και ρίξε χιόνι ύστερα
άσπρο σαν κάθε χρόνο. Να βγαίνει η μάνα να κοιτά
από το παραθύρι, την έγνοια της να βλέπουμε
στα γαλανά της μάτια, κι όλοι να της το κρύβουμε
πως είναι πεθαμένη.
Ύπνε που παίρνεις τα παιδιά
πάρε κι εμάς μαζί σου, με τους ανήλικους γονείς,
παιδάκια των παιδιών μας. Σε στρωματσάδα ρίξε μας
μια νύχτα του χειμώνα, πίσω απ' τα ματοτσίνορα
ν' ακούμε τους μεγάλους, να βήχουν, να σωπαίνουνε,
να βλαστημούν το χιόνι. Κι εμείς να τους λυπόμαστε
που γίνανε μεγάλοι και να βιαζόμαστε πολύ
να μοιάσουμε σ' εκείνους, να δούν πως μεγαλώσαμε
να παρηγορηθούνε.
... περισσότεραλιγότερα