// Ασκήσεις προσμονής //
Επί πολλά έτη, η μητέρα μου πάσχιζε να μας μάθει πως όλα στη ζωή για να πετύχουν θέλουν πρόγραμμα. Έναν καιρό προσπάθησα ν’ ακολουθήσω τη συνταγή της. Ξυπνούσα ορισμένη ώρα, σημείωνα σε χοντρές ατζέντες τις δουλειές καθ’ εκάστης, με εκτιμώμενους χρόνους υλοποίησης. Κάθε βράδυ, με καμωμένα μισά και μισοκοπημένα, βρισκόμουν αντιμέτωπος μ’ οικτρές αποτυχίες παταγώδεις –τότε κύλησα στο κονιάκ και τη βότκα–, διότι ήσαν μεγαλεπήβολοι οι στόχοι και η ζωή μου ράθυμη κι ανοιχτή διαρκώς και διάπλατα στον σε κάθε γωνία παραμονεύοντα ορυμαγδό της τυχαιότητας.
Σήμερα, μην παίρνοντας πια τίποτα για δεδομένο, δεν προγραμματίζω ποτέ το παραμικρό. Τα πράγματα κυλούν απρόβλεπτα, ακανόνιστα, φυσικά. Διατηρώ την αόριστη εντύπωση ότι κάποιος κοντός καθηγητής γλωσσολογίας, σ’ ένα υγρό κι επικλινές αμφιθέατρο του τέταρτου ορόφου της Φιλοσοφικής, το 2013, είχε εξηγήσει ότι το ωραίο είναι εκείνο που συμβαίνει στην ώρα του.
Μ’ αυτή τη νεφελώδη ανάμνηση ποτίζω, καθημερινά και με πρόγραμμα, την αταλάντευτη προτίμηση μου στο ωραίο, όσο και την ολοκληρωτική μου περιφρόνηση για το όμορφο.
Διγ.
... περισσότεραλιγότερα
// Αριστερόχειρας με δεξιόκαρδο //
«Με κάνεις να νιώθω δεκαοχτώ χρονών ξανά» λέει το αγόρι και σκοπεύει να ζήσει τον τελευταίο του έρωτα όπως τον πρώτο, αγνοεί το δυσβάσταχτο της επιθυμίας, πορεύεται πλησίστιο στην απόλυτη ηδονή ή στην ολοκληρωτική συντριβή. Αν φοβάσαι τη δεύτερη, σπάνια συναντάς την πρώτη. Το απέδειξε ο Ζενέ στον Σχοινοβάτη.
«Με κάνεις να νιώθω δεκαοχτώ χρονών ξανά» λέει το κορίτσι και διαμαρτύρεται ότι της βγάζει ένστικτα πρωτόγονα, τέτοια που νόμιζε πως είχε απωθήσει οριστικά, όπως να θέλει να του ορμήσει να τον κατασπαράξει το ένα βράδυ και το επόμενο πάλι να θέλει να του ορμήσει να τον κατασπαράξει αλλά αλλιώς. Στα καλά βιβλία ο έρωτας συμβαίνει ως ευγενικός αλληλοσπαραγμός. Μπορείς να ρωτήσεις τη Μαργαρίτα Καραπάνου σχετικά.
Ίδια αφετηρία έχουν μόνο τ’ αγωνιστικά αυτοκίνητα στα ράλι (ακόμα κι εκεί, όμως, κάποιος έχει πάντα την pole position). Έρχεται ο Τζάρμους στον ύπνο σου και σου ψιθυρίζει συνωμοτικά «μόνο οι εραστές μένουν ζωντανοί». Η μόνη χρονική διάσταση με σημασία είναι το παρόν, οι ενορμήσεις δεν γιατρεύονται με ψυχοθεραπεία κι όταν το «όλα ή τίποτα» σαρκώνεται εξαρχής, τα ημίμετρα είναι άχρηστα κι ο δρόμος μονόδρομος.
Διγ.
... περισσότεραλιγότερα
//Στο δώμα //
Όταν τελείωσε το σπίτι, βάλανε στο δώμα
τέσσερις πήλινες γυναίκες για να το φυλάνε.
Οι νοικοκυραίοι πέθαναν,
πέθαναν και τα παιδιά τους,
το σπίτι ρήμαξε,
αλλά αυτές είναι ακόμα εκεί, στη σειρά, απολιθωμένες,
σαν φωτογραφία γυμναστικών επιδείξεων.
Η μια έπεσε εν τω μεταξύ –κόπηκαν τα πόδια της–
και κάποιοι την ξάπλωσαν ανάσκελα,
να βλέπει μέρα και νύχτα τον ουρανό
(η πιο όμορφη ασχολία).
Πότε πότε βαριούνται όμως και το σκάνε,
κρυφά, μασκαρεμένες, κάνουν διπλή ζωή.
Τις τρεις γερές τις είδα μέσα στα ερείπια του Μυστρά,
να σπάνε καρύδια καθισμένες καταγής, στα καλντερίμια.
Μιλούσαν φράγκικα και ήταν τα πρόσωπά τους όλο ξιπασιά.
Και εκείνη που έπεσε χάμω,
τη βρήκα στην οδό Λυκούργου
να κουτσαίνει μα όλο να χαμογελά,
και μου έφτιαξε να φάω στο μικρό της μαγαζί,
σαν ήρθα εδώ μονάχος, ιχνηλάτης.
Οι τρεις οι ξιπασμένες δεν έχουν ησυχία,
όλο τσακώνονται και δεν αντέχουν η μια την άλλη για πολύ.
Είδα ξανά τη μια στην εκκλησία,
να κοσκινίζει την άμμο των κεριών με χρυσό κόσκινο,
και την εκοίταζε ο φοβερός εκείνος Νίκων με μισό μάτι.
Η άλλη με σταμάτησε στον δρόμο
και με ρώτησε τί ώρα είναι και ποια μέρα
(τόσα χρόνια άγαλμα, πού να ξέρει;).
Η τρίτη έκοβε αμίλητη εισιτήρια στα ΚΤΕΛ,
άσπρισαν τα μαλλιά της, όλο να λογαριάζει
και να μετράει τα ρέστα.
Από όλες η καλύτερη ήταν σαφώς η σακατεμένη.
Δεν κάκιωσε ποτέ για τη στραβή της μοίρα,
τίποτα των πολλών δεν ζήλεψε,
ούτε και ζήτησε του Θεού τον λόγο.
Βλέπεις την έμαθε ο ουρανός στην καλοσύνη,
μέρα και νύχτα.
*γ.π.
saligari.net/poihmata/sto-doma/
... περισσότεραλιγότερα
// αγάπες & μίση //
Αγαπώ τους Γάλλους και τους μισώ ταυτόχρονα. Τους αγαπώ γιατί στις κινητοποιήσεις τους πάλλεται η ιστορία: σε μια κινητοποίηση ζωντανεύουν χιλιάδες κινητοποιήσεις. Τους αγαπώ κι για τα τυριά τους: το μικρότερο χωριό της ενδοχώρας παράγει το δικό του τυρί — κάθε χωριό και ένα τυρί. Τους αγαπώ επίσης γιατί στο μετρό, αντί για κινητά, κρατούν βιβλία. Μα και για τα ρούχα που φορούν: θυσιάζουν την άνεση στην κομψότητα.
Ταυτόχρονα όμως τους μισώ. Και το μίσος μου συμπυκνώνεται αποκλειστικά και μόνο σ' ένα πράγμα: στη γλώσσα. Τι κι αν ζεις στη Γαλλία τριάντα–σαράντα–πενήντα χρόνια — μια φορά ξένος, για πάντα ξένος. Όλοι θα παρατηρήσουν το «très petit accent», τις «nuances» της προφοράς σου, τρανή απόδειξη ότι δεν είσαι Γάλλος.
Κάτι που το καταλαβαίνεις και από τα πιο απλά πράγματα: μετά το Ολυμπιακός–Ρεάλ ρωτούν τον Εμπαπέ για τα συνθήματα των οπαδών του Ολυμπιακού («πάρε μας μια πίπα, Εμπαπέ / σιλβουπλέ, σιλβουπλέ»). Τον ρωτούν λοιπόν αν άκουγε τα συνθήματα, και πώς ένιωσε. Και εκείνος απαντά:
«Yes, I heard them in the warm-up. They were chanting in French, but in a bad French».
*νσ
**άποψη από τυριά, Marché des Enfants-Rouges.
... περισσότεραλιγότερα
// Οι αληθινές αιτίες της κρίσης του τηλεφώνου //
Υπό άλλες συνθήκες, θα ’σουν η πρώτη που θα ’παιρνες τηλέφωνο, χαρούμενη, ίσως συγκινημένη. Αντικειμενική δεν ήσουν ποτέ, από τη χροιά, ωστόσο, της φωνής σου έδινες το μέτρο του ενθουσιασμού και των πραγμάτων. Τα τηλεφωνήματά σου διέπονταν από μια ορισμένη εθιμοτυπία, μιαν απαράβατη ρουτίνα, ήξερα πότε να τα περιμένω, ακόμα κι οι ώρες ήταν φιξ, και περίπου τι θα ’λεγες ανάλογα την περίσταση. Άλλα για το καλωσόρισμα αλλά περίπου πάντα τα ίδια, άλλα για τον αποχαιρετισμό αλλά περίπου πάντα τα ίδια, άλλα για τα συγχαρητήρια, όταν κάτι καλό συνέβαινε, περίπου πάντα τα ίδια. Παρόμοια σε γιορτές και σε γενέθλια.
Προχτές, μόλις άνοιξα το κινητό, ήθελα να βρω μια κλήση σου. Παραδόξως, σκέφτηκα ότι δεν θα ’ταν απίθανο, σε φαντάστηκα ανυπόμονη.
Το ζήτημα με το τηλέφωνο έχει κι άλλες προεκτάσεις. Απ’ το καλοκαίρι η συσκευή του σταθερού τα ’χει παίξει, δεν εμφανίζει τις επαφές παρά μόνο την πρώτη που αποθηκεύτηκε, αυτή όμως δεν αντιστοιχεί σε συνδρομητή. Μία ίσον καμία. Επίσης, η τάση μου να αγχώνομαι όταν καλώ κάποιον και δεν το σηκώνει κατευθείαν έχει οξυνθεί, με αποτέλεσμα να μην τηλεφωνώ πια σε κανέναν. Κάτι κερδίζεις, κάτι χάνεις. Λιγότερο άγχος αλλά δεν θα μάθω ποτέ τι ήθελες να πεις με την κόκκινη πιπεριά κι εσύ ποτέ τι απέγινε. Αν και για το τελευταίο διατηρώ τις αμφιβολίες μου.
Διγ.
... περισσότεραλιγότερα
«Ό,τι συμβαίνει εδώ “μεταξύ μας” αφορά όλον τον κόσμο»
... περισσότεραλιγότερα
// Αντικειμενικά //
Από αντικειμενική σκοπιά, όλες του οι συνήθειες ήταν βλαβερές. Αλκοόλ, τσιγάρο, Παναθηναϊκός, πίστη στο αγέραστο του έρωτα. Στην πραγματικότητα, απλά σκληραγωγούσε συκώτι, πνευμόνια, νεύρα και καρδιά.
Η πραγματική ζωή ποτέ δεν είχε καλή σχέση με αντικειμενικότητες και μετρημένους υπολογισμούς. Η σκληραγώγηση, αντιθέτως, εκκρίνει, άμα σκάψεις, τρυφερότητα.
Διγ.
... περισσότεραλιγότερα
[ Γιώργης Παυλόπουλος, Η Νύχτα και ο Χρόνος ]
Τη νύχτα της περασμένης Δευτέρας
την είδε στ’ όνειρό του.
Βρέθηκαν λέει στο Ντελφτ
και ήταν ακόμη ωραία
και κάθισαν στην πλατεία
και θυμηθήκαν τα παλιά.
Το φως ήταν χρυσό
όπως στον Βερμέερ.
Της τηλεφώνησε τ’ όνειρό του
κι εκείνη του είπε: Μα πώς ξεχνάς;
Πράγματι συναντηθήκαμε στο Ντελφτ
την περασμένη Δευτέρα
και καθίσαμε στην πλατεία
και ήθελες να περάσουμε μαζί τη νύχτα
και ήθελα
μα δεν μπορούσα και σου είπα
«Έχει χαθεί για μας ο Χρόνος».
Κι εσύ τότε μου είπες:
«Ας μείνουμε μέσα σ’ αυτό το φως.
Ίσως όλος ο Χρόνος
είναι μόνο μια νύχτα
και δεν θα θυμηθούμε ποτέ
αν τη ζήσαμε ή την είδαμε στ’ όνειρό μας».
[Ρόττερνταμ, 16-6-2003]
* από τη συλλογή «Πού είναι τα πουλιά;» (2004).
... περισσότεραλιγότερα
// Οι δήμαρχοι //
Θέλουν οι δήμαρχοι
ν’ αλλάξουν την Αθήνα
έχει γεμίσει η πόλη αφίσες και φυλλάδια
—Κι εγώ λερώνω με &sigmota;χάκια τα τετράδια
Έχουνε όραμα να φτιάξουνε τον τόπο
θέλουν ν’ αυξήσουνε τα πάρκα και το πράσινο
—Κι εγώ θλιμμένος σαν τη Γώγου ή τον Άσιμο
Θέλουν οι δήμαρχοι να αλλάξουνε την πόλη·
μα η πόλη ήταν μια χαρά χωρίς εκείνους,
γόνους πλουσίων, δικηγόρους και κρετίνους.
Θέλουν οι δήμαρχοι να γίνουμε Ευρώπη
ψηφιακά να υπολογίζουν την πλημμύρα
Μα η καρδιά μου η βρεγμένη, η κακομοίρα
πώς να στεγνώσει ρε μωρό μου μ’ αναπτήρα;
*π.κ. Δημοσιευμένο στο Σαλιγκάρι τον Οκτώβρη του ‘23.
... περισσότεραλιγότερα