Όταν ο θείος μου κόντευε τα 80 ξεκίνησε, κάπου εκεί, στο μεταίχμιο του δειλινού, να βάζει τα κλάματα ενώ έβλεπε ειδήσεις, τηλεταινίες και τον «Εκατομμυριούχο». Άνοιγε τη στρόφιγγα των ματιών και τρέχανε τα δάκρυα σαν ποτάμι στα μάγουλα, φουσκώνανε οι σακούλες και τριγυρνούσανε σαν τα φαντάσματα μέσα στο σπίτι και τα έψαχνε η θεία μου, έχοντας στα χέρια της μια απόχη και αλάτι, γιατί κάπου είχε διαβάσει παλιά, ή κάποια βάβω τής είχε πει, ότι έτσι διώχνουνε τα φαντάσματα του μέλλοντος, με απόχη και αλάτι. Και αυτά τα διαολεμένα κρυβόντουσαν τόσο καλά πίσω από θηρία και τέρατα, πίσω από τη βιβλιοθήκη, δίπλα από τις κατσαρόλες, ανάμεσα σε δίσκους και τοίχους. Μέχρι και στο μπολάκι για το νερό της γάτας μπήκανε, του μικρού Δαρβίνου, με την απαλή γούνα και τα μεταξωτά μάτια και το νερό μια μέρα χύθηκε έξω στα καλά καθούμενα, πλημμυρίζοντας τον τόπο. Τζάμπα η θεία μου προσπαθούσε να βρει τι είχε συμβεί και έκανε ερωτήσεις τον θείο μου και εκείνος θυμότανε τον Δαρβίνο που ήταν μια σταλιά και σκαρφάλωνε στους ώμους του και έπλαθε κουλούρια στον λαιμό του, και νά σου πάλι η στρόφιγγα να ανοίγει, να σου πάλι πλημμύρες, καταποντισμοί δακρύων.
Τον τρέχανε σε νευρολόγους, ψυχιάτρους, οφθαλμίατρους και τίποτα δεν απέδιδε. Τα γηρατειά έτσι είναι, τους λέγανε όλοι, οι άνθρωποι γίνονται ευσυγκίνητοι, κλαίνε με το παραμικρό. Αλλά η θεία μου δεν τους εμπιστευότανε. Αυτός δεν έκλαιγε ποτέ, έλεγε, και τώρα διαβάζει εφημερίδα και κλαίει, και όχι μονάχα με τις εθνοκαθάρσεις, τους βομβαρδισμούς, τις απαγωγές, κλαίει πάνω από τα ζώδια και τα προγράμματα των σινεμά. Και τον ρώτησε μια μέρα: «τι κλαις παιδάκι μου;», και εκείνος την κοίταξε δακροφορεμένος όπως ήτανε, με τις σταγόνες να χορεύουν στα βλέφαρα και με το πρόσωπο κόκκινο, γεμάτο ξεπεταγμένα αγγεία, και έριξε το κεφάλι κάτω, έγειρε στην πολυθρόνα και ανάσα δεν έπαιρνε, μέχρι που η εφημερίδα αχρηστεύτηκε, τα νέα μούχλιασαν σε κάποιο κάδο ανακύκλωσης κοντά στο σπίτι τους.
Στην κηδεία ενός παλιού συμμαθητή του, δεν βγήκε από το αμάξι, ρούπι δεν έκανε, κοίταζε μέσα από το παράθυρο την πομπή και έκλαιγε, έκλαιγε, έκλαιγε. Όταν άνοιξε την πόρτα να πάρει μια ανάσα και όλοι νόμιζαν πως επιτέλους θα εμφανιζότανε κομψός, κουστουμαρισμένος και αλύγιστος όπως ήτανε, αυτός γρήγορα έκλεισε το παράθυρο και παρασύρθηκε σε ολολυγμούς που θύμιζαν ουρλιαχτό αδέσποτου λύκου, που έμεινε χωρίς την αγέλη του, χωρίς το πλούσιο τρίχωμα του, δίχως να καταλάβει πότε πέρασαν έτσι τα χρόνια.
Στα οικογενειακά τραπέζια που τον σέρνανε μια-δυο φορές τον χρόνο, τρώγαμε δάκρυα και μακαρόνια με σάλτσα από παιδικές μυρωδιές που του θύμιζαν τη μάνα του. Το παστίτσιο της, το κέικ, τα πασχαλινά κουλουράκια σε τέλειο κυκλικό σχήμα, τους βουτυρένιους κουραμπιέδες που λιώνανε στο στόμα. Εμείς τρώγαμε μοσχάρι ραγού και εκείνος γεμιστά ορφανά, όπως τα έφτιαχνε η μαμά του. Κάθε Πάσχα, παλαιότερα μας διηγούτανε την ίδια ιστορία από τα παιδικά του χρόνια. Τότε, λέει, που η μητέρα του, είχε βάψει 38 αυγά και μέσα σε ένα βράδυ, από την πείνα και τη λαχτάρα που τον διέτρεχε, έφαγε τα μισά και τον τρέχανε στα επείγοντα. Το συκώτι του θα το έχανε εκείνη την ημέρα, έλεγε, και έφαγε μετά ένα μπερντάκι ξύλο όλο δικό του, που ακόμα το θυμότανε. Και εμείς γελάγαμε κάθε φορά με την ίδια αμηχανία, με αυτό το υπομειδίαμα, με την ίδια ένταση. Σε ένα από τα τελευταία οικογενειακά τραπέζια που λαλιά δεν έβγαζε, τον ρώτησα: «Ρε μπάρμπα την ιστορία με τα αυγά θα την πεις;», και εκείνος με κοίταξε με το άσπιλο βλέμμα παιδιού και βλεφάρισε τριγύρω του προσπαθώντας να διακρίνει έναν προς έναν, τα αδέρφια μου, το παιδί του, τους γαμπρούς του, τα ανίψια του, τη σύζυγό του, και έμεινε εκεί, να μας κοιτάει, σαν να μας βλέπει για πρώτη φορά, σαν να επέστρεψε από μακρόχρονη εξορία και η μνήμη του δεν είχε εντελώς αποκατασταθεί, λες και έβλεπε για πρώτη φορά σχήματα και χρώματα και προσπάθησε να τα συνδυάσει, και τα σχήματα απελευθερώθηκαν από τη φυλακή τους και τα χρώματα ξέβαψαν από την θάλασσα, και νά σου πάλι ολοφυρμοί και ελεημοσύνη και νά, δώσε ξανά υγρές πετσέτες να κατακλύζουν το τραπέζι και αγγίγματα σε ώμους με λόγια συμπαράστασης.
Το καλοκαίρι τον τράβηξε ο γιος του στη θάλασσα, να κουνήσει λίγο τα πόδια μέσα, να περπατήσει απαλά στην άμμο, να μυρίσει αλάτι. Τώρα πια, ο καλοκαιρινός ήλιος τον τύφλωνε και εκείνος τυφλός από καιρό από τις σταλαγματιές και τις τσίμπλες που δε ξεκολλούσαν από το δέρμα του, ούτε το γαλάζιο του ουρανού δεν μπόρεσε να δει, ούτε τη θάλασσα να μυρίσει έτσι μπουκωμένος που ήτανε. Κάθισε απλά στην αμμουδιά να χτίζει κάστρα με το μυαλό, να ακούει τα πλοία που περνάγανε και μουγκρίζανε ξερνώντας έναν πηχτό μαύρο καπνό, και κάπου στο βάθος είδε ξανά τον γιο του, μπόμπιρα τόσο δα, με ένα κόκκινο μαγιό και ένα μπλε καπελάκι να τρέχει πάνω κάτω όλη την παραλία, να κερδίζει σε αγώνα ταχύτητας τον άνεμο, να παρασέρνει τα κύματα στα πόδια αθώων περαστικών και εκείνος ξοπίσω άλλοτε με μια κάμερα στο χέρι, άλλοτε με την ελαφρότητα της ύπαρξης να του υψώνει το κορμί και τα μάτια του, ανοιχτά, καθαρά, πλημμυρισμένα από ευτυχία παρατηρούσαν το μικρό σώμα, τα μικρά πόδια, τα μικρά χέρια που σκίζανε τον κόσμο στα δύο στο πέρασμα τους. Στην αμμουδιά καθήμενος, με ταξίδια στο μυαλό, ανήμπορος να αντικρίσει το χρυσό που απλώνεται τριγύρω του, και βρέχοντας την άμμο μέσω των δακρυϊκών του πόρων, ο θείος μου ψαχούλευε τριγύρω του να βρει το χέρι του γιου του και όταν το βρήκε του έκανε νόημα να σηκωθούν να φύγουν.
Ένα Κυριακάτικο πρωινό που οι αχτίνες του ήλιου τρυπώνανε στο σαλόνι, εκείνος μέσα στη μουγκαμάρα του μίλησε στη σύζυγο του και της είπε να μην ανησυχεί άλλο και ότι τα βάσανα τους τελειώσανε. Κάπου διάβασε για έναν Γάλλο[1]που στα καλά καθούμενα έμεινε κουφός και το μόνο που άκουγε ήτανε βουητά. Ο τύπος αυτός για 20 ολόκληρα χρόνια άκουγε μονάχα κόρνες, βόμβους, υποχθόνιους θορύβους, τρυπάνια σε απόσταση και τρένα που πέφτανε κατά πάνω του. Ο οικογενειακός γιατρός που τον είχε υπό στενή παρακολούθηση δεν μπορούσε να βγάλει άκρη και οι πρώιμοι ψυχίατροι της εποχής δεν μπορούσαν να εντοπίσουν τη ρίζα του προβλήματος. Στο τέλος και με τα κόπων και βασάνων, κρίνανε ότι η κατάστασή του δε θα καλυτερέψει, αλλά μέρα με τη μέρα όλο και θα χειροτερεύει. Το κεφάλι του θα σπάσει κάποια στιγμή και η σύζυγός του, μη μπορώντας να ζήσει στη σκέψη ότι μια μέρα θα ξυπνήσει και δίπλα της θα βρει ένα κεφάλι σπασμένο σαν καρπούζι, αποφάσισε να λάβει μέτρα για την απομάκρυνσή του. Ήδη η συζυγική ζωή είχε γίνει ανυπόφορη για την ίδια, καθώς δεν μπορούσε να συνεννοηθεί για τα πολύ βασικά πράγματα. Του έλεγε: «Πήγαινε πάρε ψωμί και εκείνος γυρνούσε κουβαλώντας κοχύλια και βότσαλα που τα βρήκε κάτω από παρτέρια. Κάποια βράδια λίγο πριν κοιμηθούνε, την έπιανε το παράπονο, τον κρατούσε από το χέρι γλυκά και τον ρωτούσε αν την αγαπάει ακόμα. Αυτός τότε σηκωνότανε από το κρεβάτι και της έκανε βαθιές υποκλίσεις, κάτι μεταξύ ιππότη και κλόουν σε τσίρκο. Το πράγμα είχε παραγίνει. Σε κανέναν δεν είναι εύκολο να βλέπει τον άνθρωπο του να ταλαιπωρείται, να κλείνει τα αυτιά του, να μη μπορεί να κοιμηθεί τα βράδια, και έτσι πήρε τη γενναία απόφαση, τον έβαλε σε ένα τρένο, και τον έστειλε να πάει από ’κει που ήρθε. Τον συνάντησε κατά τύχη μετά από χρόνια στα προάστια του Παρισιού, δίπλα σε έναν αυτοκινητόδρομο, να κοιτάει τα αμάξια από μια πεζογέφυρα, να τους μιλάει, να τους βγάζει γλώσσα και να γελάει με τη ψυχή του, με τα μυστικά που οι μηχανές του λέγανε».
Όταν τελείωσε τη διήγηση, σηκώθηκε από τον καναπέ, πήγε δίπλα στη θεία μου, την φίλησε τρυφερά στο μάγουλο και έπειτα μαλακά στα χείλη. Αυτή έστεκε εκεί, να τον κοιτάει με μάτια ορθάνοιχτα. Τον έπιασε απαλά από τον λαιμό, σηκώθηκε στις μύτες και ξεκίνησε να του ανταποδίδει την αγάπη. Ο ήλιος έπεφτε στα γέρικα κορμιά τους, τους φώτιζε τις καμπούρες, τα γρουμπαλάκια στο κεφάλι, τα μεγάλα αυτιά, τις τρίχες που εξέχουν από τη μύτη. Φιλιόντουσαν για πολλή ώρα, μη μπορώντας να ξεκολλήσουν τα χείλη τους, και τα χέρια τους είχανε μαγκώσει στα σώματά τους, ευλαβικά, σαν να ακουμπάνε πορσελάνη Capodimonte. Εκείνη ξεκίνησε να κλαίει γοερά, εκείνος της φίλησε το χέρι, πήρε το καπέλο του και βγήκε από το σπίτι δίχως να κοιτάξει πίσω. Η θεία μου έμεινε να κοιτάει την πόρτα που έκλεισε ξοπίσω του, και ένα μεγάλο γιατί ζωγραφιζότανε στα χείλη της. Γιατί στο τελευταίο τους αντίο εκείνος δεν έκλαψε ούτε στιγμή;
Η θεία μου τρελάθηκε, έφαγε τον κόσμο να τον βρει, αλλά ήτανε λες και τον κατάπιε η γη. Βγήκανε και στα κανάλια. Βεβαίως. Τον ψάχνανε με ελικόπτερα, επιθετικά μηνύματα στη διαπασών, και άλλα τέτοια, αλλά άφαντος ο μπάρμπας. Πάντα πίστευα ότι θα βρίσκεται σε κάνα υπόγειο με ένα ντιβάνι και μια τηλεόραση και θα κλαίει από το γέλιο με το χάος που άφησε πίσω του. Μετά από λίγους μήνες, ο μικρός Δαρβίνος το έσκασε και αυτός από το σπίτι, ίσως για να πάει να βρει τον αγαπημένο του άνθρωπο. Οι γείτονες λένε ότι τον είδαν να πηδάει από το μπαλκόνι του τρίτου ορόφου και να εξαφανίζεται μέσα από τις καμέλιες στον κήπο. Λίγες μέρες μετά βρήκανε παρατημένο στον δρόμο το πορτοκαλί του κολάρο με το κουδουνάκι που είχε πάνω.
Άνθρωποι σαν και εμένα, φιλοπερίεργοι, έχουνε αλλόκοτες συνήθειες και ασυνήθιστα κουσούρια. Δες τον άλλον για παράδειγμα: ψάχνει να βρει σωσίες για να μη δώσει τέλος στη ζωή του ή εκείνος ο τοπογράφος που μπαίνει σε άδεια σπίτια να τα μετρήσει και καταλήγει να παίρνει πάντα ένα αντικείμενο του σπιτιού, για ενθύμιο ή για να πλάθει ιστορίες ή για καμάρι. Το δικό μου χούι είναι να περπατάω στα νεκροταφεία, να κόβω βόλτες μέσα από μνήματα, να κοιτάω ποιος πέθανε και πότε, πόσο χρονών ήτανε, τις επιγραφές και τα λουλούδια που αφήνουνε συγγενείς και φίλοι. Παρατηρώ τα φυτά που ξεπροβάλλουν μέσα από τα κόκκαλα και βαρώ τα πόδια μου δυνατά στη γη, για να δηλώσω παρών σε αυτή τη φαρσοκωμωδία. Έχω πάντα ένα μπλοκάκι μαζί μου που γράφω τους διάσημους που εντοπίζω και σε τι κατάσταση βρίσκεται ο τάφος τους: Κακή, Μέτρια, Καλή, Πολύ Καλή, και άλλες λεπτομέρειες, όπως τον μικρότερο ηλικιακά νεκρό και τον γηραιότερο, ή, ακόμα, βαθμολογώ τη θέση του νεκροταφείου, σημειώνω κάποιες ιδιαιτερότητες που μπορεί να εντοπίζω, όσον αφορά το ύψωμα και τη θέση του, την περίφραξη και την αύρα που μπορεί να αποπνέει ένα τέτοιο μέρος.
Μέσα από αυτό το συνήθειο, λοιπόν, ανακάλυψα ότι ο θείος μου είναι ζωντανός και χαίρει άκρας υγείας. Ήτανε όρθιος πάνω από ένα τάφο με ένα μαύρο κοστούμι και με λευκά λουλούδια αγκαζέ και πλάνταζε στο κλάμα χωρίς σταματημό. Κοντοστάθηκα και στην αρχή όσο πλησίαζα δε πίστεψα στιγμή ότι θα συναντήσω εκείνον. Η καρδιά μου πήγαινε τόσο γρήγορα, και σκεφτόμουνα πόσο ειρωνικό είναι να είσαι τόσο ζωντανός μέσα σε έναν τέτοιο χώρο, αλλά και πόσο αστείο να πεθάνεις μέσα σε ένα νεκροταφείο, στα λημέρια τόσων νεκρών, μπροστά στα μάτια του εξαφανισμένου σου θείου. Βρέθηκα δίπλα του και ούτε που κούνησε το κεφάλι του προς τη μεριά μου. Έμεινα ακίνητος, ούτε αγκαλιές, ούτε οικειότητες, ούτε και χειραψίες. Ακόμα δεν ήμουνα σίγουρος για τίποτα. Τον κοιτούσα από πάνω μέχρι κάτω και μου ήταν αδιανόητο να πιστέψω, τόσο ότι είναι εκείνος, όσο και ότι δεν είναι. Δεν είναι ότι είχε αλλάξει πολύ: το πυκνό του μουστάκι έστεκε ακόμα εκεί, οι μεγάλες σακούλες στα μάτια επίσης. Το μαλλί του κορακί, όπως το θυμάμαι. Τα μάτια του κατεβασμένα όπως πάντα. Τα χείλη πιο λευκά από ό,τι συνήθως και τα χέρια του βρώμικα, γεμάτα χώμα.
Έβγαλα το κινητό μου για να βρω μια φωτογραφία του, να σιγουρευτώ ότι δεν βλέπω φαντάσματα. Κι όμως ήτανε αυτός. Χαμογέλασα πνιχτά. Του είπα: «Θείε τι κάνεις;» και εκείνος ούτε βλέμμα, μόνο νερό να τρέχει από τα μάτια και βογγητά από το στόμα. «Τον ξέρεις;», να τον ρωτάω για τον νεκρό που θρηνούσε, και όλες οι ερωτήσεις μου, μπλουπ, πέφτανε στο κενό και πνίγονταν στους λυγμούς του. Είχα αρχίσει να εκνευρίζομαι. Σχεδόν τον παρακάλαγα, του έλεγα ότι δεν πρόκειται να το μάθει κανείς και να μην ανησυχεί, να σιγουρευτώ ήθελα ότι υπάρχει ακόμα κάπου και ότι είναι καλά. Συνέχιζα να στέκομαι δίπλα του και να τον ακούω να οδύρεται πάνω από τον τάφο ενός αξιοδάκρυτου φρεσκοπεθαμένου. Πήγα να φύγω όταν ένα υγρό χέρι με τράβηξε προς τα πίσω και με έφερε στην αρχική μου θέση. Με το πρόσωπο βουτηγμένο σα σε καφάσι με λύπη, μου είπε: «ο καθένας πρέπει να κάνει κάτι σε αυτή τη ζωή». Και με άφησε. Τραβήχτηκα μακριά του και έφυγα με γοργά βήματα, ψάχνοντας μια έξοδο από τον λαβύρινθο των νεκρών. «Χόμπι λέγεται ανιψιέ!», φώναξε και μετακινήθηκε στον διπλανό τάφο.
[1] Στο Ταξίδι στην άκρη της νύχτας (βλ.: Λουί Φερντινάν Σελίν, Ταξίδι στην άκρη της νύχτας, μτφρ.: Σεσίλ Ιγγλέζη-Μαργέλου, Αθήνα, Εστία, 2011), όπου ο Μπαρνταμού μεταφέρεται στα εργατικά προάστια του Παρισιού. Εκεί γνωρίζεται με την οικογένεια Ανρουίγ, όπου ο γιος της γριάς Ανρουίγ βασανίζεται από κάτι φρικτούς θορύβους («τύμπανα, σφυρίχτρες, γουργουρητά…») που δεν τον αφήνουν να κοιμηθεί τα βράδια.