Η διάγνωση του νευρολόγου ψυχιάτρου ήταν «Διαταραχή Γενικευμένου Άγχους». Υποθέτω πως αυτό εξηγεί πολλούς από τους παράλογους φόβους μου. Τους τελευταίους μήνες ζω κλεισμένη στο σπίτι. Γράφω τις λίστες του σούπερ μάρκετ, ο γιος μου πάει για τα ψώνια, δεν δίνει πολλή σημασία. Έτσι είναι τα παιδιά στην εφηβεία… Τίποτα έξω δεν μοιάζει αληθινό. Κοιτάω καμιά φορά την πόρτα, το φως που μπαίνει κάτω από τη χαραμάδα, τα μόρια της σκόνης που στροβιλίζονται αργά πάνω απ’ το ξύλινο παρκέ κι ύστερα χάνονται πέρα απ΄ το μαύρο υπόβαθρο του σκοτεινού διαδρόμου, απλώνουνε τη μάζα τους, τα μόρια της σκόνης που δεν ενώνονται ποτέ, χώμα και τρίχες —σώματα νεκρά— που δεν ενώνονται, μόνο σαν βρουν μια επιφάνεια, μα και πάλι, σε απόσταση, χωριστά.
Έξι μήνες κλεισμένη μέσα. Με τον χθεσινό σεισμό πήρα την απόφαση και βγήκα στο μπαλκόνι. Θα πέσει —λέω— το ερείπιο να σωθώ. Προτού κατεβάσω τα παντζούρια κοίταξα τους ανθρώπους κάτω μαζεμένους.
Αν δεν φοβόμουν τόσο.
Αν δεν φοβόμουν.
Φωκάς