Κυριακές Σιωπηρές

Κυριακές Σιωπηρές

Είναι κάτι Κυριακές σιωπηρές, να πέφτεις κάτω, να γίνεσαι ένα με το πάτωμα. Οι φίλοι σου προνόησαν, φόρεσαν πρωί-πρωί τ’ αθλητικά τους, πήγαν για τρέξιμο. Άλλοι τραβήξανε βρίζοντας στις δουλειές τους. Εσύ, ένα αντικείμενο ακόμα στο σαλόνι, ανάμεσα στις λερωμένες κάλτσες και του καφέ τα πλαστικά. Κενός, χορτασμένος από κοινοτοπίες, ξεχνάς τους κοινούς σου τόπους. Εσύ κι άλλος κανείς. Το σαλόνι σου παράθυρο στην τσόντα, μέσα στην τσάντα σου χώρεσες χίλια ξυπόλητα παιδιά. Στρέφεσαι στην ποίηση. Γιατί η θλίψη σου δεν ντρέπεται τον άρρωστο, τον πρόσφυγα, τον καταδικασμένο. Γιατί η χαρά σου χωράει στο χαμόγελο ενός χωριάτη.

Όταν η πόρτα χτυπήσει δεν θα ‘σαι πια εκεί.

Στην αγκαλιά ενός ξανθού κοριτσιού.

Όταν η πόρτα χτυπήσει δεν θα ‘σαι πια ο ήλιος, θα είσαι μες στον ήλιο.

Όταν η πόρτα χτυπήσει,

θα είσαι ένα

με το ταβάνι και το πάτωμα.

 

Φωκάς

 

Author

Το "Φωκάς" του 'μεινε απ' το σχολείο. Παρ' όλα αυτά έχει γίνει τόσο δικό του, ώστε σπανίως γυρίζει το κεφάλι όταν κάποιος θα τον αποκαλέσει με το βαφτιστικό του. Είναι ένας τραγουδοποιός που είναι κοινωνικός λειτουργός, που παίζει κιθάρα, αλλά που θα 'θελε να παίζει τσέλο φορώντας κάτι ανάλαφρο, όπως για παράδειγμα σανδάλια και αμάνικες φαρδιές φανέλες μες στον Χειμώνα. Όταν κανείς δεν κοιτάει ή όταν κοιτάνε όλοι, είναι ποιητής. Κάνει παρέα με σαλιγκάρια και σκυλι(ε)ά, αλλά θα 'θελε να χει μια γάτα. Αρέσκεται στο να απαγγέλλει ποιήματα μιμούμενος τη φωνή του Εμπειρίκου και του Χριστιανόπουλου, εναλλάξ. Θα τον πετύχετε να τριγυρνάει στο Παγκράτι κρατώντας μία ναυλότσαντα Σκλαβενίτη μ' όλα του τα υπάρχοντα, σφυρίζοντας κάποιον οικείο σας σκοπό. Μην φωνάξετε "Γιώργο!", δεν θα γυρίσει...