Είναι κάτι Κυριακές σιωπηρές, να πέφτεις κάτω, να γίνεσαι ένα με το πάτωμα. Οι φίλοι σου προνόησαν, φόρεσαν πρωί-πρωί τ’ αθλητικά τους, πήγαν για τρέξιμο. Άλλοι τραβήξανε βρίζοντας στις δουλειές τους. Εσύ, ένα αντικείμενο ακόμα στο σαλόνι, ανάμεσα στις λερωμένες κάλτσες και του καφέ τα πλαστικά. Κενός, χορτασμένος από κοινοτοπίες, ξεχνάς τους κοινούς σου τόπους. Εσύ κι άλλος κανείς. Το σαλόνι σου παράθυρο στην τσόντα, μέσα στην τσάντα σου χώρεσες χίλια ξυπόλητα παιδιά. Στρέφεσαι στην ποίηση. Γιατί η θλίψη σου δεν ντρέπεται τον άρρωστο, τον πρόσφυγα, τον καταδικασμένο. Γιατί η χαρά σου χωράει στο χαμόγελο ενός χωριάτη.
Όταν η πόρτα χτυπήσει δεν θα ‘σαι πια εκεί.
Στην αγκαλιά ενός ξανθού κοριτσιού.
Όταν η πόρτα χτυπήσει δεν θα ‘σαι πια ο ήλιος, θα είσαι μες στον ήλιο.
Όταν η πόρτα χτυπήσει,
θα είσαι ένα
με το ταβάνι και το πάτωμα.
Φωκάς