Μόλις είχε τελειώσει απ’ τη δουλειά του. Στεκόταν στη στάση περιμένοντας το λεωφορείο, βυθισμένος μέσα σε ατέλειωτους συλλογισμούς. Δεν ήταν πάνω από τριάντα αλλά έμοιαζε γερασμένος. Στο φαλακρό, κυρτό του μέτωπο, σταγόνες ιδρώτα κυλούσαν, διασχίζοντας τις βαθιές γραμμές που σχηματίζονταν πάνω από τα σμιχτά του φρύδια, σε κάθε έκφραση του προσώπου.
Μία κουτσή γυναίκα στα φανάρια ζητούσε ελεημοσύνη. Τα αυτοκίνητα ξεκίνησαν και η γυναίκα τραβήχτηκε στη στάση του λεωφορείου. Η άσχημη μυρωδιά της γλίστρησε στα ρουθούνια του αναγκάζοντάς τον να διακόψει τους καλπάζοντες συνειρμούς του. Η τρεμάμενη παρακλητική φωνή της του την έδινε στα νεύρα. Το χέρι της, μονίμως απλωμένο, σαν αγκυλωμένο, η ροζιασμένη ανοιχτή της χούφτα, το κακομοίρικο βλέμμα της, σιχαινόταν το καθετί πάνω της.
–Τι με κοιτάς έτσι μωρέ; Λες και δεν βλέπω τα χάλια σου. Μόλις σκεφτόμουν κάτι πολύ σημαντικό – και συ με διέκοψες. Τράβα να πλυθείς, πέτα αυτά τα κουρέλια από πάνω σου. Αγάπα λίγο τον εαυτό σου, ξεφορτώσου αυτό το μαλακισμένο, ηττοπαθές ύφος απ’ τη μούρη σου, μπορεί να είσαι άχρηστη αλλά είσαι νέα ακόμη. Παράτα τη ζητιανιά, μάθε κάτι να κάνεις . Οτιδήποτε. Μάθε να κ λ έ β ε ι ς. Ναι, μάθε να κλέβεις. Να κλέβεις. Σε παρακαλώ… Μάθε να κλέβεις. Κλέψε. Σε παρακαλώ. Κλέψε τους. Κλέψ’ τους. Σε παρακαλώ… να κ λ έ β ε ι ς. Να κλέβεις.
Φωκάς