στη Μυρτώ
Αγαπημένε μου Θ.,
Εγώ είμαι πάλι. Δεν ξέρω τι καιρό σας κάνει εκεί, εδώ πάντως φθινοπώριασε, δρόσισε και με το παραπάνω. Ειδικά τα βράδια και ειδικά τα βράδια μέσα στο σπίτι. Συγκεκριμένα, τα βράδια μέσα στο σπίτι το άδειο, το γεμάτο από αέρα που δεν μπορώ να καταλάβω αν είναι κενός, όντως άδειος, ένας άσπρος αέρας ή αν υπάρχουν τελικά όλα αυτά τα πράγματα που εντοπίζω διαρκώς μέσα του. Δηλαδή όχι ακριβώς πράγματα, κάτι άλλο, με λιγότερη σαφήνεια από το πράγμα, ίσως χωρίς τα διακριτά του όρια, κάτι που με κάνει να αμφιβάλλω για τον κενό αέρα του σπιτιού μου. Ιδίως τη νύχτα, όταν ξαπλώνω στο κρεβάτι, με το κεφάλι μου βαρύ και το μάγουλο να σέρνεται πάνω στο βρεγμένο μαξιλάρι. Τότε συνήθως μιλάω δυνατά στον αέρα του σπιτιού μου σαν να μην είναι κενός αλλά σαν να μου κρύβει κάτι. Κάτι που με κάνει να συνειδητοποιώ οτι φθινοπώριασε πάλι, και σου γράφω να στο πω.
Αγαπημένε μου Θ., φθινοπώριασε πάλι. Σου γράφω αυτές τις λέξεις για να σε ενημερώσω σχετικά με τον καιρό αλλα και για να σου αφηγηθώ επίσης κάτι πολύ ιδιαίτερο που συνέβη πριν λίγες μέρες. (Πώς είσαι εσύ; Όλα βαίνουν καλώς; Τελευταία φορά σε άκουσα κάπως ανήσυχο, προβληματισμένο. Μη στενοχωριέσαι, καλέ μου, ό,τι κι αν είναι, θα περάσει).
Περπατούσα στη Βασιλίσσης Σοφίας πριν τέσσερις ή πέντε μέρες, θα σε γελάσω. Ήταν ένα ηλιόλουστο πρωινό, πρώτη φορά μετά από μέρες είχε υποχωρήσει κάπως η υγρασία. Περπατούσα κι έβλεπα το δρόμο κάτω · ήταν καλός: προβλεπόταν ένας ωραίος περίπατος. Ξαφνικά, στο βήμα πάνω, κι ενώ η ζεστασιά της μέρας είχε φωλιάσει μέσα μου για τα καλά, ένιωσα μια διακριτική ενόχληση στην πλάτη, σαν τσίμπημα. Τίποτα σπουδαίο, μη φανταστείς, δεν έδωσα πολλή σημασία. Όμως η ενόχληση επέμενε. Φτάνοντας λίγα μέτρα παρακάτω το τσίμπημα είχε γίνει κάψιμο, το κάψιμο πόνος βαθύτερος, δυσκολευόμουν να ανασάνω πια. Στριφογυρίζοντας αδέξια το δεξί μου χέρι, έπιασα την πλάτη μου στο σημείο που αισθανόμουν τον πόνο εντονότερα. (Κάποια παλιά μελανιά ίσως; Κάποιο χτύπημα που δεν είχα καταλάβει; Κάποιο ζωύφιο που είχε καταφέρει ένα ισχυρό τσίμπημα σε ανύποπτο χρόνο; Παντού πήγε το μυαλό μου. Τίποτε από όλα αυτά όμως δεν δικαιολογούσαν το μέγεθος του πόνου που καταλάμβανε σιγά σιγά ολόκληρη την πλάτη μου και επεκτεινόταν τώρα πια τόσο στον αυχένα όσο και στα πόδια). Σταμάτησα, έκανα στην άκρη, βρήκα μια στάση λεωφορείου και σύρθηκα ως εκεί μήπως καταφέρω να ακούμπησω λίγο. Αλλά το πράγμα χειροτέρευε. Πονούσα παντού πια, πόδια, χέρια, πλάτη, κεφάλι, αυχένας, θώρακας, πλευρά, όλα υπέφεραν. Άρχισα να ζαλίζομαι, το σώμα μου πονούσε σαν να συρρικνωνόταν βίαια, σαν να άλλαζαν απότομα σχήμα τα κόκαλά μου και η αλλαγή αυτή επιβαλλόταν στο υπόλοιπο κορμί άνευ όρων.
Αχ, καλέ μου, με συγχωρείς αν γεμίζω αγωνία την καρδιά σου αυτή τη στιγμή με τα όσα σου αφηγούμαι, λυπάμαι που χρειάζεται να τα ακούς όλα αυτά αλλά θα ήθελα να τα γνωρίζεις. Αγαπημένε μου, κάτι τραγικό έχει συμβεί. Το πράγμα δεν εξελίχθηκε καλά εκείνη τη μέρα. Ως και σήμερα που σου γράφω γεμίζω φρίκη καθώς περιγράφω εκείνες τις ώρες αλλά θα ήθελα τουλάχιστον εσύ να ξέρεις.
Λίγη ώρα μετά, ημιλιπόθυμη στη στάση του λεωφορείου, εν μέσω φρικτού πόνου, σπασμών και σύγχυσης, σε μια κατάσταση που κανείς από όσους βρέθηκαν εκεί δεν μπορούσε να βοηθήσει -δυστυχώς πάντα υπάρχουν πρόθυμοι περαστικοί- μέσα σε μια στιγμή που δεν άφησε το αποτύπωμά της σε κανένα ρολόι, εγώ έπαψα να είμαι ανθρώπινη. Κατέληξα ένα ερωτηματικό. Ένα μαύρο ξεθωριασμένο ερωτηματικό, καμπυλωτό πια εκεί που κάποτε βρισκόταν μια ίσια πλάτη, με δυό παλιά πόδια αναμιγμένα τώρα το ένα στο άλλο (σαν γοργόνα, ίσως, σκέφτομαι), με χέρια εντοιχισμένα στην υπόλοιπη μαύρη αχνιστή μάζα. Το σώμα μου δεν ήταν σώμα ανθρώπου πια αλλά ένα σημείο στίξης ριγμένο στο έδαφος μην μπορώντας να αντιληφθεί πώς έφτασε το πράγμα ως εκεί, τι τελοσπάντων σήμαιναν όλα αυτά ή και πολλά άλλα που αναρωτιέμαι ως και σήμερα, τέσσερις πέντε μέρες μετά, ενώ σου γράφω σχετικά με το περιστατικό, τον αέρα του σπιτιού μου και τον καιρό που μας κάνει εδώ, παραμένοντας στην ίδια κατάσταση, αυτή της στίξης, με τον πόνο ευτυχώς να έχει υποχωρήσει κάπως.
Αγαπημένε μου, μέσα στο σπίτι ξαπλώνω το κυρτωμένο μου κορμί στα βρεγμένα μαξιλάρια, στους παλιούς καναπέδες, πότε πότε ακόμη και στο πάτωμα. Αναρωτιέμαι αν ο αέρας του σπιτιού μου έχει μέσα του πράγματα, όχι με σαφή όρια αλλά τέλοσπάντων πράγματα που καθιστούν το αέρα όχι κενό. Γιατί εγώ πιστεύω πως ο αέρας έχει τέτοια πράγματα μέσα του, παρόλο που δεν τα βλέπει κανείς· μήτε εγώ.
Ωστόσο, νομίζω πως κατά τ’ άλλα είμαι μια χαρά! Η νέα κατάσταση με έπιασε εξαπίνης ομολογώ, το περιστατικό με τρόμαξε, ο πόνος υπήρξε αφόρητος και όλα αυτά που συνέβησαν άφησαν κάποια αμηχανία και θλίψη – σαν να θροΐζουν, έκτοτε, άπειρα μικρά φθινοπωρινά ετοιμόρροπα φυλλαράκια μέσα μου. Προσπαθώ να συνηθίσω το νέο μου σώμα, δεν είναι εύκολο. Μάλιστα, κάποιες στιγμές υποψιάζομαι πως οι χαλασμένες σούστες των κρεβατιών και των καναπέδων που ξαπλώνω ανά τον καιρό δημιούργησαν όλον αυτόν τον πόνο στην πλάτη.
Τέλοσπάντων, δεν ξέρω τι καιρό σας κάνει εκεί, εδώ πάντως φθινοπώριασε.
Ελπίζω να είσαι καλά, τελευταία φορά που σε άκουσα μου είχες φανεί κάπως εύθραυστος, σαν βάζο έτοιμο να σπάσει.
Σε χαιρετώ, για την ώρα, καλέ μου. Ελπίζω να μη σε ανησύχησα πολύ με τα όσα είπα. Γράψε μου κι εσύ όποτε βρεις λίγο χρόνο. Με γεμίζει πάντα χαρά να μαθαίνω νέα σου.
Με αγάπη,
Μ;
ΥΓ: Έλαβες άραγε ποτέ εκείνο το δέμα με τα ροδάκινα που σου είχα στείλει; Φαίνονταν τόσο ζουμερά και λαχταριστά, ελπίζω να σε βρήκαν εγκαίρως πριν χαλάσουν. Αν έτρωγα φρούτα, σίγουρα θα απολάμβανα εκείνα τα πάνγλυκα ροδάκινα αλλά εγώ φρούτα, ποτέ.