Τα γυαλιά ηλίου

Τα γυαλιά ηλίου


Όσο ήταν νεότερη, θεωρούσε πως ο ιδανικός θάνατος για αυτήν θα ήταν το να πεθάνει απ’ τα γέλια. Κι αυτό επειδή τόσο το αστείο όσο και τα σχήματα λόγου διατυπώνονταν μέσα της ως άλλη οικογένεια· τι πιο ασφαλές λοιπόν, από έναν διασκεδαστικό αποχαιρετισμό-μετατόπιση; Ο θάνατος θα ήταν ένας ελάχιστος δρασκελισμός από το ξέφωτο της μεταφοράς στο έδαφος της κυριολεξίας.

*

  Συνέβησαν, ωστόσο, διάφορα.
  Τα γυαλιά ηλίου, για παράδειγμα: ένα στυλάτο ζευγάρι σε χάλκινη απόχρωση, μοντέρνο μέσα από τα ρετρό του χαρακτηριστικά, σχεδόν κλασικό δηλαδή για αυτόν που αναγνωρίζει τα διατέμνοντα σημεία της παράδοσης με το νέο, το πώς διέπεται η καινοφάνεια από τη συνέχεια αλλά και τις τρέχουσες τάσεις της μόδας. Της το είχε κάνει δώρο η μητέρα της ένα καλοκαίρι κι έκτοτε τα πρόσεχε ως κόρη οφθαλμού. Το αμέσως επόμενο καλοκαίρι τα ξέχασε σε μια κακόγουστη οργανωμένη παραλία των Χανίων, πράγμα που συνειδητοποίησε το πρωί της επομένης. Κύματα άγχους, ενοχής κι απελπισίας πυροδότησαν μια εκκωφαντική εσωτερική διαμάχη κατά την οποία εναλλασσόταν ανάμεσα στους ρόλους δικαστή και κατηγορούμενου μην αντέχοντας να βγάλει οριστικό πόρισμα για τον ποταπό εαυτό της. Αφού πέρασε κάποια λεπτά αφημένη στο μαρτύριο της ρητορικής, σηκώθηκε κάθιδρη, ξεροκατάπιε κι έτσι τα γυαλιά χάθηκαν για πάντα. Έφυγε για κάμπινγκ δέκα μέρες νότια κι όταν επέστρεψε τα γυαλιά βρέθηκαν ξανά στα χέρια της· μια φίλη φίλου τα είχε εντοπίσει κάτω από μια ξαπλώστρα. 

*

  Δύο χρόνια μετά, ένα ανοιξιάτικο απόγευμα συνειδητοποίησε πως τα γυαλιά έλειπαν ξανά από τη θήκη τους. Αυτή τη φορά όμως τα αγνόησε. Πέρασε όλο το καλοκαίρι τυφλωμένη από τον ήλιο και κάπου γύρω στον Νοέμβρη (μια μέρα που ξεκαθάριζε κάτι συρτάρια) έπεσε πάλι πάνω στην άδεια θήκη. Αναρωτήθηκε με σφιγμένο στομάχι για τα χαμένα της γυαλιά, αν τα είχε ξεχάσει σε κάποιο φιλικό σπίτι, στη δουλειά ή αν της τα είχαν κλέψει ίσως μέσα σε κάνα λεωφορείο. Μήνες αργότερα τα ξαναβρήκε με έναν πρώην της κι ένα πρωί καθώς ετοιμαζόταν να φύγει από το σπίτι του, με μια κίνηση πάναπλη κι αρμονική σαν νιζιτσκική φιγούρα, ο νεαρός τα τοποθέτησε στα χέρια της, λες και του τα είχε μόλις ζητήσει. Όσο κι αν επέμενε πως ήταν αδύνατον να βρέθηκαν στο σπίτι του, μιας και ήταν βέβαιη πως είχε μαζέψει και το παραμικρό δικό της πράγμα από κει μετά τον χωρισμό τους, εκείνος την ενημέρωσε πως τα ανακάλυψε στο συρτάρι του κομοδίνου μαζί με το Περιμένοντας τον Γκοντό που της είχε χαρίσει στα γενέθλιά της (αυτό δεν είχε αντιληφθεί καν οτι της έλειπε). Εν τέλει βιβλίο και γυαλιά ήταν και πάλι στην κατοχή της.

*

  Όσο μεγαλώνει, η ιδέα περί ιδανικού θανάτου απ’ τα γέλια ξεθωριάζει. Δεν είναι φυσικά το ότι έπαψε να βρίσκει καταφύγιο στο αστείο ή στα παιχνιδίσματα της μεταφοράς με την κυριολεξία. Αντιθέτως. Ωστόσο διάφορα συνέβησαν ώστε σήμερα υποψιάζεται πως μάλλον θα πεθάνει την μέρα που θα ανοίξει το ψηλό πατάρι στο καινούριο της σπίτι της οδού Αληθείας, όπου πια ζει μόνη. Έχει κάθε λόγο να πιστεύει βαθιά μέσα της πως ένα απόγευμα επιχειρώντας να τακτοποιήσει κάτι κούτες ανεβασμένη στη σκάλα, θα ανοίξει απότομα την πόρτα του παταριού και τότε εκατομμύρια χαμένα αντικείμενα θα πέσουν πάνω της και θα την πλακώσουν.




σόφι λ.

Author

Η Σόφι είναι ένα κορίτσι που διαβάζει, γράφει, τραγουδάει και μαθαίνει πιάνο σε παιδιά. Θα ήθελε να είχε σπουδάσει φυσική και μια μέρα να ξυπνήσει έχοντας διαβάσει όλη την φιλοσοφία, χωρίς τον κόπο.