Του έρωτα τα άνθη

Του έρωτα τα άνθη

i)

Του έρωτα τα άνθη -πορτοκαλιές ψηλές και κυπαρίσσια- 

στου κήπου της βασίλισσας τα βάθη, τη λεωφόρο Αμαλίας ανεβαίνει· Τετάρτη βράδυ, με τον γνωστό τον κόμπο στο λαιμό, κάνει να καθαρίσει τα στεγνά του τα λαρύγγια, στην τσέπη ένα Μάρλμπορο λευκό. Πάει καιρός που τα τσιγάρα του μπαμπά φοβόταν, που στο λευκό του σώβρακο λεκές – της λύπης του το στίγμα, πάει καιρός, με χέρια καθαρά , στη βρόμικη Αθήνα.  

ii)

Ένα σημείωμα η πρώτη του αγάπη “…στην εκκλησιά σε περιμένω από πίσω”, ύστερα πέθανε αυτός, όπως οι νέοι, κάθε στιγμή τους ζώντας, χωρίς ένα φιλί του να χορτάσει… Την Κυριακή μετά τη λειτουργία, κονιάκ και κάπνα στο καφενείο του Αβάτζιου, τα νύχια έμπηξε κρυφά στο ξύλινο τραπέζι (μη δίνει δικαιώματα και πούνε), υγρό και σάπιο, στο στόμα έμοιαζε του γέρου, μ’ αδιαφορία που είπε πως απέθανε, απ’ ά-γνωστη αιτ-ί- α ο Αργύρης, με μία μύχια ικανοποίηση στους τόνους. Ύστερα έκλαψε βουβά για τον Αργύρη, ύστερα έκλαψε ακόμα για τον ίδιο, και αποφάσισε τον τόπο του ν΄αφήσει, μαζί της μάνας του τα κλάματα και τα χαστούκια του πατέρα.-

iii)

Στο Ζάππειο το πρωί τα σπουργιτάκια, χαζολογούν με τους τουρίστες, το βράδυ ανάμεσα στα θυμαράκια, θρηνούν του έρωτα οι μύστες

με δύο τάλιρα στην τσέπη από φυλλάδια, και άλλα δυο, που αρνήθηκε απ’ τη μαμά να πάρει, δεν είναι εύκολο αγόρι να γνωρίσει, στα μαγαζιά με τα πολλά τα φώτα, τα έντονα τα μακιγιάζ και τα ψηλά τακούνια, ψηλόλιγνος κι άχαρος από κούνια, με της ακμής το στίγμα ακόμα, κάποιον να βρει τη θέρμη του να σβήσει, Τετάρτη βράδυ, μες στις ψηλές πορτοκαλιές, και μες στα κυπαρίσσια…   

Φωκάς

Author

Το "Φωκάς" του 'μεινε απ' το σχολείο. Παρ' όλα αυτά έχει γίνει τόσο δικό του, ώστε σπανίως γυρίζει το κεφάλι όταν κάποιος θα τον αποκαλέσει με το βαφτιστικό του. Είναι ένας τραγουδοποιός που είναι κοινωνικός λειτουργός, που παίζει κιθάρα, αλλά που θα 'θελε να παίζει τσέλο φορώντας κάτι ανάλαφρο, όπως για παράδειγμα σανδάλια και αμάνικες φαρδιές φανέλες μες στον Χειμώνα. Όταν κανείς δεν κοιτάει ή όταν κοιτάνε όλοι, είναι ποιητής. Κάνει παρέα με σαλιγκάρια και σκυλι(ε)ά, αλλά θα 'θελε να χει μια γάτα. Αρέσκεται στο να απαγγέλλει ποιήματα μιμούμενος τη φωνή του Εμπειρίκου και του Χριστιανόπουλου, εναλλάξ. Θα τον πετύχετε να τριγυρνάει στο Παγκράτι κρατώντας μία ναυλότσαντα Σκλαβενίτη μ' όλα του τα υπάρχοντα, σφυρίζοντας κάποιον οικείο σας σκοπό. Μην φωνάξετε "Γιώργο!", δεν θα γυρίσει...