κάνεις μεγάλο λάθος. Εγώ δεν είμαι σαν τους ήρωες του Ουελμπέκ, άσχημος και μονήρης. Εγώ είμαι νέος, ρωμαλέος. Στον δρόμο οι γυναίκες με κοιτάνε.
Τα βιβλία του, κάτι φαντασιοπληξίες. Πραγματωμένη αγάπη, λέει. Οι χαρακτήρες του ψοφάνε από ανίατες αρρώστιες όμως. Αυτοκτονούν, κλείνονται στα τρελάδικα. Η μαλθακότητά τους τούς τελειώνει.
Οι μόνοι πρωταγωνιστές του Ουελπμέκ που την παλεύουν, που δεν μισούνε τη ζωή τους, είναι κάτι μετα-άνθωρποι, άνθρωποι δεύτερης γενιάς ξέρω ‘γω, γενετικά μεταλλαγμένοι, ανώτερο είδος, οι οποίοι, χάρη στην πρόοδο της επιστήμης, δεν τρώνε, δε γαμάνε, δε πεθαίνουν.
Φοβάται τόσο πολύ το κενό που άφησε ο θεός βλέπεις. Μισό του βιβλίο διαβάζεις και καταλαβαίνεις. Θέλει να ξεμπερδεύει με την ύλη.
με μία απότομη κίνηση απλώνει το χέρι του και αρπάζει το πακέτο με τα καρέλια, κρεμάει ένα στην άκρη των χειλιών, κοντά του δεν υπάρχει φωτιά, αναστενάζει κάπως μελαγχολικά, σε τόνο επιτηδευμένης συγκατάβασης
λέει
Μου την έσπασες ρε ‘συ. Ξέρω, ίσως σου φαίνεται υπερβολικό. Για κάποιους και κάποιες από ‘μας, υπάρχουν πράγματα ιερά όμως. Κατάλαβες; Δεν τ’ ακουμπάς εύκολα άμα δεν τα ξέρεις. Τεσπά, δεν είναι μόνο αυτό. Δεν με παίρνει κι ο ύπνος εύκολα με άλλο άτομο στο κρεβάτι. Καλύτερα να είμαστε ειλικρινείς, να επικοινωνούμε τις ανάγκες μας, έτσι δεν είναι;
«σίγουρα», απάντησε εκείνη, η αρχική της εκτίμηση ότι ήτανε μαλάκας είχε επιβεβαιωθεί, έφυγε και ούτε το βρακί της πήρε—